1. Ο δύσκολος, δύστροπος, πούστικος, αλήτικος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται σαν κώλος, σαν μουνόπανο.

  2. Ο τέλειος κώλος, ο κώλος και υπογραμμός, ο κώλος αναφοράς, ο Κωλοσσός. Δηλαδή για την σλανγκική πλάκα του πράγματος, πολλοί έγκαυλοι νεανίες αναφέρονται σε καλλίπυγες κορασίδες ως «άσε μην μου μιλάς για την Λίλιαν, είναι τρομερός κωλοχαρακτήρας». (Μπορεί να λεχθεί βέβαια και για άντρες, ανάλογα με τα γούστα).

Βάγγελας: Και τού 'χα πει του Περικλή. Μην την πλησιάζεις την Λίλιαν, είναι πολύ κωλοχαρακτήρας!
Μένιος (σκέφτεται): Μα γι' αυτό την πλησίασε. Τό 'χε καταλάβει καλύτερα από μας...

Got a better definition? Add it!

Published