Το τσιγάρο με καπνό και χασίς, κοινώς μπάφος, μαύρο, γάρο.

Η κατάληξη -λίκι χρησιμοποιείται για να το αντιδιαστείλει προς τα κανονικά τσιγάρα με σκέτο καπνό. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και από φιλήσυχους πολίτες και έντρομους γονείς, οι οποίοι θέλουν να δείξουν ότι είναι αρκετά μέσα στα πράγματα, ώστε να χρησιμοποιούν και λέξεις της νεολαίας (τώρα της νεολαίας ποιας εποχής, αυτό είναι άλλο ζήτημα)...

  1. - Μαμά φεύγω!
    - Πάλι σε αυτούς τους χαραμοφάηδες τους φίλους σου θα πας που όλη την ώρα κοπροσκυλιάζουν και καπνίζουν τσιγαριλίκια; Και για τη σχολή σου πότε θα διαβάσεις;;

  2. (από blog)
    «Χθες έμαθα ότι στην Καλιφόρνια, ενώ απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους, δεν ισχύει το ίδιο για την ινδική κάνναβη. Για να το πω καλύτερα : ο καταστηματάρχης είναι υπεύθυνος για να μην υπάρχει τσιγάρο στο μαγαζί - το τσιγαριλίκι είναι θέμα της αστυνομίας.»

βλ. και καρότο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified