Unpektable. Αγγλιστί. Ο «άπαικτος» χρησιμοποιείται όμως με πιο ειρωνικό τόνο.

Εντάξει ρε φίλε, είπαμε... Eσύ είσαι unpektable!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified