Η εργασία της επικάλυψης μιας μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα νικελίου, το νικέλωμα, που μπορεί να επιτευχθεί είτε με ηλεκτρολυτικό τρόπο είτε με καθαρά χημικά μέσα. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας μας δίνει στην καγκουρική (κάγκουρας) αργκό τα νίκελα.

Ως νίκελα νοούνται τα επιμέρους και κατά κύριο λόγο τα εμφανή εξαρτήματα ενός οχήματος (αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, παπακίου) που έχουν υποστεί την άνω διαδικασία, είτε από το εργοστάσιο παραγωγής τους, είτε μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του κατόχου τους. Στη δεύτερη κυρίως περίπτωση το όλο εγχείρημα έχει σαν σκοπό, όχι τόσο την ουσιαστική αναβάθμιση του οχήματος, όσο την δημιουργία εφέ. Όσο πιο πολλά τα νίκελα, τόσο μεγαλύτερη η υπερηφάνεια και το καμάρι του κατόχου. Η ζήλια βέβαια που θα νοιώσουν οι λοιποί κάγκουρες στη θέα ενός εργαλείου με «κάργα νίκελα πάνω» είναι σημαντικό κίνητρο.

(από pavleas, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified