Για τον Πέρι...

Οι κόκκοι του πιπεριού είναι οι καρποί ενός αναρριχητικού φυτού, που μπορεί να φτάσει και τα 10 μέτρα ύψος. Υπάρχουν γύρω στις χίλιες ποικιλίες, αλλά οι πιο γνωστές είναι αυτές που μας δίνουν το άσπρο, το πράσινο, το μαύρο και το κόκκινο πιπέρι.

Το μαύρο πιπέρι είναι ο ώριμος καρπός μιας από τις πολλές ποικιλίες του πιπεριού. Έχει το πιο έντονο άρωμα, αλλά και την πιο γεμάτη γεύση. Ταιριάζει με τα πάντα, γι' αυτό χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική. Βασιλιάς των μπαχαρικών, από τα πολύ παλιά χρόνια και ίσως το δημοφιλέστερο και πιο κοινό μπαχαρικό σε όλο τον κόσμο. Πιπέρι ήταν το πιο αγαπημένο μπαχαρικό των Βυζαντινών, που αγαπούσαν τις πικάντικες σάλτσες και τα πολλά μυρωδικά στα φαγητά τους.

Οι έμποροι της εποχής εκείνης κουβαλούσαν με τα τσουβάλια το πιπέρι από τα βάθη της Ασίας και το πουλούσαν πανάκριβα.

Το μοναστήρια όμως, που έκαναν εμπόριο, για να επαρκούν στις ανάγκες τους, άρχισαν να παραγγέλνουν κι αυτά πιπέρι και να το πουλούν, όχι πια σε κόκκους - όπως ακριβώς έως τότε - αλλά κοπανισμένο, σκόνη.

Φυσικά, έτσι πουλιόταν πιο ακριβά. Ωστόσο οι καλόγεροι δεν μπορούσαν να δουλέψουν εύκολα, επειδή το πιπέρι χωνόταν στη μύτη και στα μάτια τους. Γι' αυτό αναγκάζονταν να προσλαμβάνουν καλογεροπαίδια και να τα στρώνουν στο γουδί. Κι αυτά όμως δεν κατάφερναν να μένουν στη θέση τους για πολύ. Έτσι, το κοπάνισμα του πιπεριού κατάντησε να γίνεται μόνο από τους τιμωρημένους καλόγερους.

Όταν κανείς απ' αυτούς έπεφτε σε παράπτωμα, του έλεγαν οι συνάδελφοί του:

«Τώρα θα μάθεις πως το τρίβουν το πιπέρι».

Πώς το τρί, πώς το τρί, πώς το τρίβουν το πιπέρι (δις)
πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι (δις)

Με, μουρέ, με μουρέ το γρόθο τους το τρίβουν
Με το γρόθο τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν
Τρί, μουρέ, τρίψε το, ξετρίψι το, ψιλοκοπανίστι το

Πώς, μωρέ, πώς το τρίβουν του πιπέρι
Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι;

Με, μουρέ, με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν

Τρί, μουρέ, τρίψε το, ξετρίψι το, ψιλουκοπανίστι το.

(Παραδοσιακό της Λέσβου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και «άλα της».

Δείχνει ενθουσιασμό ή επιδοκιμασία.

Κατάγεται από την στρατιωτική ιαχή «Αλλάχ!» των γενιτσάρων (πηγή: Ηλίας Πετρόπουλος, «Παροιμίες του υποκόσμου»).

Ακούγεται συχνά σε ρεμπέτικα, λαϊκά άσματα σαν μέρος των στίχων ή και εμβόλιμα, από τον / την αοιδό για να «γίνει» κέφι. Και οι ακροατές το χρησιμοποιούν επίσης, επιδοκιμάζοντας, είτε τους καλλιτέχνες, είτε αυτούς / αυτές που, έχοντας μερακλώσει, γουστάρουν, χορεύουν, τραγουδούν μαζί και τα «σπάνε» γενικώς.

Στην καθομιλουμένη, το «άλα» - «άλα της» έχει παρόμοια ως άνω ερμηνεία (παρ.1), μπορεί όμως να αποκτήσει και ειρωνική χροιά που αφορά συνήθως στην εμφάνιση (παρ.2).

  1. Άλα, γεια σου ρε Λίλιαν με τα ωραία σου!
  2. Άλα της ζαντικά το Ibiza.

(από pavleas, 09/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθένα από τα τέσσερα καλυμμένα με ελαστικό εσωτερικά πλευρά του τραπεζιού του μπιλιάρδου.

Από σπόντα: όχι απευθείας, αλλά αφού προηγουμένως η μπίλια χτυπήσει σε κάποιο σημείο της σπόντας.

Πετώ/ρίχνω σπόντες: κάνω υπαινιγμούς για να προκαλέσω την αντίδραση κάποιου, να πληροφορηθώ κάτι. [ιταλ. sponda]

Από σπόντα το βρήκα το σαλάνγκρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μαλακίες.

Μαλακίστηκα.

Σε άλλες γλώσσες: puttanate (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γιουβέτσι είναι ένα παραδοσιακό φαγητό με βάση το κριθαράκι.

Έχει όμως και σλάνγκια παραδοσιακή χρήση (χωρίς άρθρο και λοιπά μπαχαρικά), σαν άμεση απάντηση σε προτεινόμενο τρόπο/μέθοδο επίλυσης προβλήματος που δεν μας βρίσκει σύμφωνους και μας γνωστοποιείται, συνήθως προφορικά, με κατακλείδα το τροπικό επίρρημα έτσι: Έτσι να κάνεις, έτσι πρέπει, σκέτο έτσι κ.α.

-Να ρε συ έτσι!
-Γιουβέτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπωνύμιο φανταστικού τόπου της ευρύτερης περιφέρειας του αγύριστου που προτείνουμε σαν ιδανικό προορισμό ή μόνιμη κατοικία ατόμων και εν γένει καταστάσεων που μας ταλαιπωρούν.

Άντε στα τσακίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εργασία της επικάλυψης μιας μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα νικελίου, το νικέλωμα, που μπορεί να επιτευχθεί είτε με ηλεκτρολυτικό τρόπο είτε με καθαρά χημικά μέσα. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας μας δίνει στην καγκουρική (κάγκουρας) αργκό τα νίκελα.

Ως νίκελα νοούνται τα επιμέρους και κατά κύριο λόγο τα εμφανή εξαρτήματα ενός οχήματος (αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, παπακίου) που έχουν υποστεί την άνω διαδικασία, είτε από το εργοστάσιο παραγωγής τους, είτε μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του κατόχου τους. Στη δεύτερη κυρίως περίπτωση το όλο εγχείρημα έχει σαν σκοπό, όχι τόσο την ουσιαστική αναβάθμιση του οχήματος, όσο την δημιουργία εφέ. Όσο πιο πολλά τα νίκελα, τόσο μεγαλύτερη η υπερηφάνεια και το καμάρι του κατόχου. Η ζήλια βέβαια που θα νοιώσουν οι λοιποί κάγκουρες στη θέα ενός εργαλείου με «κάργα νίκελα πάνω» είναι σημαντικό κίνητρο.

(από pavleas, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριθμός 9 κατά τους διανοητές θεωρείται σημαντικός, συμβολικός, ο αριθμός του θεού και δίνω ρέστα από δεκάρικο γενικότερα.
Η έκφραση αρχίδια 9 (εννιά) μας παραπέμπει σε καταστάσεις γάμησέ τα κι άφησέ τα, αρκετά δυσοίωνες και ευ επίφοβες.
Ονοματίζει δύσκολες στιγμές που δεν λείπουν από τον βίο κανενός και καμίας (έστω αν αυτή διαθέτει 12, 3, 27 όρχεις -πάντα όμως ακέραιο πολλαπλασιαστή /διαιρέτη του 3 (τρία) που είναι ως γνωστόν η ρίζα του 9 (εννιά).
Η χρήση της, αν και όχι τόσο διαδεδομένη, δεν στερείται νοήματος και κερδίζει πολλάκις τις εντυπώσεις.

- Και τώρα τι;
- Αρχίδια εννιά...

(από pavleas, 25/02/09)9 μπαστούνι: Τάξη, πειθαρχία, σταθερότητα, ακαταμάχητη θέση – κάθε αντίδραση θα κατατροπωθεί. Καλή υγεία. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ύβρις που δηλώνει τον μειωμένης αντίληψης άνθρωπο.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός που γύριζε στα διάφορα σπίτια των ελλήνων και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τον κόσμο. Έλεγε δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.

Ο Κιουλάκ όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα για να φαίνονται χρυσές, και τον ξαπόστελναν. Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε συνήθως για τους ελαφρόμυαλους: τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος. «Μπογιατζής» δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.

Μεγάλος κόπανος ρε πίστη μου...

Γιώργος Κωνσταντίνου, The Κόπανοι, 1987. (από patsis, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξούρα> ξυρός (ξυράφι). Ή προφορά -ου- στη λέξη παραπέμπει σε παλαιότερη προφορά του γράμματος ύψιλον, λιγότερο ψιλή.

Ουσιαστικό = ξούρα θηλυκό, το ξύρισμα.

Επίσης, και στον πληθυντικό: ξούρες, με την ίδια έννοια.
Έριξε τις ξούρες του: ξυρίστηκε.

Κόντρα ξούρα (-ες): βαθύ ξύρισμα.

Μεταφορικά, λαϊκή γλώσσα: ψεύδη, ψέματα
«Άσε τις ξούρες!»: μη λες ψέματα!

- Μωρή πομώνα για να ξουρίζεις τη μούνα σου τ' αγόρασα το μαχθρί;

Να σου τα λούσω και να τα πάρω με το πιστολάκι; (από Galadriel, 24/02/09)

Βλ. και μπαγαποντοξούρα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified