Προαισθάνομαι, διαισθάνομαι κάτι:

  1. Ψυχανεμίζουνταν τι την ήθελε ο Μανολιός.
  2. Με την καρδιά βαριά κι ο Αμφίνομος, την κεφαλή σκυμμένη, πίσω γυρνάει ψυχανεμίζουνταν μαθές το χαλασμό του.
  3. Υποψιάζομαι κάτι, μυρίζομαι.
  4. Ψυχανεμίζομαι εκλογές.

Εκ των ψυχή και άνεμος.

Έτσι μου έρχεται μια σπερματίλα στα ρουθούνια μου όταν πάω να την φιλήσω... Ψυχανεμίζομαι ότι έχει πιπώσει κάποιον πριν από μένα.

βλ. και αραχνοαίσθηση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified