Προαισθάνομαι, διαισθάνομαι κάτι:
- Ψυχανεμίζουνταν τι την ήθελε ο Μανολιός.
- Με την καρδιά βαριά κι ο Αμφίνομος, την κεφαλή σκυμμένη, πίσω γυρνάει ψυχανεμίζουνταν μαθές το χαλασμό του.
- Υποψιάζομαι κάτι, μυρίζομαι.
- Ψυχανεμίζομαι εκλογές.
Εκ των ψυχή και άνεμος.
Έτσι μου έρχεται μια σπερματίλα στα ρουθούνια μου όταν πάω να την φιλήσω... Ψυχανεμίζομαι ότι έχει πιπώσει κάποιον πριν από μένα.