Ο υπερβολικά τυχερός.
Ρε τον κωλόφαρδο... σκέτος κοντράκιας.
Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος, ξεκωλώνομαι.
Got a better definition? Add it!
Published 2007-05-21 13:46:43+00:00 Last modified 2010-01-25 11:52:12+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.