Η κοιλιά, ειδικά η πατσοκοιλιά. Από το σχήμα που είχαν οι παλιές ψωμιέρες. Τώρα το έχουμε κόψει τελείως το ψωμί.
(Από οπλοφόρο: )
Φύγε παλιόπουστα, μη σου ανοίξω τίποτα κουμπότρυπες στην ψωμιέρα...
Η κοιλιά, ειδικά η πατσοκοιλιά. Από το σχήμα που είχαν οι παλιές ψωμιέρες. Τώρα το έχουμε κόψει τελείως το ψωμί.
(Από οπλοφόρο: )
Φύγε παλιόπουστα, μη σου ανοίξω τίποτα κουμπότρυπες στην ψωμιέρα...
Σχετικά λήμματα: πατσοκοίλια, πατσοκοιλιάς, σκεμπές, μπάκα, βούζος, μπυροκοιλιά, η, σαπιοκοιλιάς, βοθροκοίλης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified