Η λέσχη της απάτης. Η 11η πληγή του Φαραώ. Ο Αρμαγεδδών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα. Το βαθύτερο νόημα της αρπαχτής. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η απόλυτη καταπίεση με προοδευτικό προσωπείο. Η κατάρα των Θεών.

Προέρχεται από τις λέξεις πλαστός + στοκ. Μιλάμε για ολική αστοχία υλικού/παραγγελίας.

Όπως λέει και το τραγούδι:

«παίζω και χιπ παίζω και ρόκ
μεσ' στο σαλόνι το μπαρόκ
την έχω κάτσει απ' το σόκ
γιατί όλο το στόκ ήταν πλαστόκ»

Τα μέλη του αποκαλούνται πλαστόκοι (<πλαστόκος, ο). Καμία σχέση με τον απλό και φερέγγυο στόκο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου. Ο πλαστόκος θα σε ρίξει σίγουρα. Όταν τον έχουν διορίσει στον ΟΤΕ ή στην ΕΥΠ λέγεται και πλαστοκοριός.

Κάθε ομοιότητα με γνωστά κόμματα είναι απολύτως συμπτωματική. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές του, όπως θασόκ, μπατσόκ, σκατόκ, κ.α.

«...Το “λασπολόγησε και κυβέρνα” του Πλαστόκ πάει γαμημένα καλά...»

(Από πού αλλού; ...Μαύρη Φατρία)

ένα είναι το πλαστόκ και προφήτης του ο ΓΑΠ (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίμνη στην ελληνοαμερικάνικη αργκό. Παραφθορά του αγγλικού lake.

Ντραϊβάρεις κάρο το χειμώνα πάνω στο παγωμένο λέκι;

κι ένα μπουκάλι ουίσκι σε περίπτωση που σπάσει ο πάγος (από Marco De Sade, 03/09/10)(από perkins, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στραγάλι.

Ο Ινδός, Πακιστανός, Βεγγαλέζος. Επειδή μιλάνε με ένρινη προφορά σαν να έχουν στραγάλι στο στόμα.

Τρόμαξα να συνεννοηθώ με εκείνο το στραγάλι που έχουν στις πληροφορίες του αεροδρομίου. Τιρ-ριρι ... άει σιχτίρ βγάλε το στραγάλι απ΄το στόμα να καταλάβω τι λές.

συλλογή από ξηρούς καρπούς (από Marco De Sade, 03/09/10)... και λίγο Bolywood δεν βλάπτει  (από Marco De Sade, 03/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ινδός ή Πακιστανός μετανάστης. Λόγω των παπουτσιών που φορούσαν οι πρώτοι που εμφανίστηκαν (μαύρο λουστρίνι σε συνδυασμό με άσπρη κάλτσα).

Πήρα δυό λουστρίνια για τη λάντζα, είκοσι ευρώ το κεφάλι, χωρίς ΙΚΑ και μαλακίες...

(από Marco De Sade, 03/09/10)Βέβαια η κυρία λουστρίνω δεν παίζεται (από Marco De Sade, 03/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ macho gay. Ο υπέρ το δέον φουσκωτός σε στυλ άγριου πορτιέρη αλλά με πωπό λουγκρίτας. Μιλάμε για πολλές ώρες σε γυμναστήριο (συν κάμποση αναβολικούρα μέσα, για να δέσει το γλυκάκι). Συνήθως made in USA. Το στυλάκι φοριέται πολύ στη Μύκονο. Άντε παιδιά, καλούς απογόνους...

Έχουνε γίνει όλοι φουσκωτόπουστες. Ούτε να τους κράξεις δεν μπορείς πλέον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό ιερό βουνό των ταλιμπάν.

Με τόσα παρατράγουδα που σκάνε εκεί κάθε τόσο, μάλλον επιεικής είναι ο χαρακτηρισμός. (Sorry monks, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά ταλιμπανόχορτα).

Πήγε ο τύπος στο ναυάγιο όρος χωρίς σεντόνια και κονσέρβες. Δεν ήξερε, δεν ρώταγε;

Ό,τι απέμεινε από τον Μητσάρα (από Marco De Sade, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σταυροφόρος καλικάντζαρος του διαδικτύου. (Από την νορβηγική λέξη troll = δαίμονας).

Ταλιμπανοειδούς μορφής ξωτικό που επιτίθεται -συνήθως κατά αγέλες- εναντίον ιστοσελίδων που πραγματεύονται θέματα ταμπού για την ιερή παπάτζα. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιεί το σπάνιο όνομα «ανώνυμος» .

Γνωρίσματα: είναι νανοειδής στην κατασκευή, απεχθάνεται τα λογικά επιχειρήματα, έχει σπυριά, μούσι (να μην πούμε τίνος φερετζές είναι αυτό) και ενίοτε παρεπιδημεί σε μοναστήρια. Ο σκοπός του δεν είναι να προσφέρει κάτι στην συζήτηση, αλλά να βανδαλίσει την ιστοσελίδα και να γαμήσει την κουβέντα.

Τρόποι αντιμετώπισης:

  1. Τα αγνοείς και κάποια στιγμή βαριούνται και φεύγουν.
  2. Τα λούζεις με χιούμορ. Είναι κάτι που απεχθάνονται και την κάνουν με γρήγορα πηδηματάκια.
  3. Τα ψεκάζεις με ένα καλό κατσαριδοκτόνο. Συνιστώνται οι μάρκες: Δαρβίνος, Ντόκινς, Μαρκήσιος Ντέ Σάντ, κλπ.

Βλέπε και τρολ

Ένας γνωστός μου ανέβασε ένα άρθρο για την περιουσία των μοναστηριών και του την πέσανε τα χριστιανοτρολάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ωραία, αλλά ηλίθια ξανθιά. Το επιτηδευμένο βούρλο. Από την πασίγνωστη κουκλίτσα-φετίχ Barbie.

  2. Η γκόμενα -άσχετα με το χρώμα μαλλιού- η οποία συχνάζει σε μπάρ. Ή ακόμα καλύτερα, αυτή που πάει από μπάρ σε μπάρ, όπως οι μέλισσες από λουλούδι σε λουλούδι. (Μάλλον από το bar + bee).

Μπάρμπι η δικιά σου. Ή θα της το κόψεις το χούι, ή θα γίνεις κι εσύ αλκοολικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κωλόμπας. Ο επαγγελματίας σκύφτης. Αυτός που πιάνει το σαπούνι σε όλα τα ντούς.

  2. Ο πολιτικός που αλλάζει πολλά κόμματα.

  3. Ο μαλάκας στο χώρο της δουλειάς. Ο ημίχαζος που τον πατάνε (κυριλέ έκφραση) όλοι, από το αφεντικό ως τον καινούργιο.

Σαπουνομαζώχτρα ο κύριος. Φίρμα την ημέρα, το βράδυ καμαριέρα.

Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά... (από Marco De Sade, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified