Ειδική συσκευή για να διώχνει τους/τις υποψήφιους συζύγους που σου εμφανίζουν κάθε τόσο οι γονείς σου προκειμένου να τακτοποιηθείς και να τους κάνεις εγγονάκια.

Η Μαρία καλησπέρισε τον μουρόχαβλο που της σύστησε η μάνα της και άναψε τον ανεμνηστήρα στο φουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «αρραβωνιαστικός» ο οποίος θα έκανε ακόμα και αέρα στην μνηστή του!

σημ. 1η: αναμνηστήρας : ο εν λόγω «αρραβωνιαστικός» όταν πάρει πόδι...

σημ. 2η: αχαμνηστήρας : o εν λόγω πρώην «αρραβωνιαστικός» όταν ξεκινάει τρελή δίαιτα για να ξαναρέσει στη δικιά του...

- Ο Μάκης κατάντησε ανεμνηστήρας... ό,τι θέλει τον κάνει η δικιά του...

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified