Βέβαια, εφόσον μιλάμε για ΟΑΣΘ με θήτα, ο επιβάτης είπε «Ανοίξτε με από πίσω».
Έχω την εντύπωση ότι φιφάκι δεν είναι η πράξη της συνουσίας αλλά το πάρα πάρα πολύ μικρό τσουτσούνι. Η φίφα στα καλιαρντά είναι η μικρή ψωλή, το φιφάκι ακούγεται ως υποκοριστικό της φίφας, οπότε ένας μεγεθυντικός φακός είναι απαραίτητος. Άλλωστε, και στους στίχους του τραγουδιού των Ημιζ φιφάκι = λιλάκι και λιλάκι = το μικρό λιλί, το τσουτσουνάκι.
Όπως και ο baznr, και ο Μπαμπινιώτης και το ΛΚΝ του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη προτείνουν την ετυμολογία από το ατάσθαλος, αν και με επιφυλάξεις. Αντιγράφω από το ΛΚΝ:
[μσν. άτσαλος ίσως < αρχ. ἀτάσθαλος `απερίσκεπτος, παράτολμος΄ > *τάσθαλος (αποβ. του αρχικού α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο) > *τάσταλος (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st]) > *άσταλος (ανομ. αποβ. του πρώτου [t]) > μσν. άτσαλος (αντιμετάθ. [st > ts])]
Κατά τ'άλλα, είναι μια πολύ ωραία, απολύτως πολιτογραφημένη λέξη της καθομιλουμένης και δεν είμαι βέβαιος γιατί πρέπει να καταγραφεί σε ένα λεξικό της αργκό.
Για τον ιστορικό του μέλλοντος νομίζω ότι πρέπει να σημειωθούν και τα εξής.
Η πρώτη εμφάνιση της Λίλιαν έγινε στις 05/11/08 στο παράδειγμα του λήμματος αμαρτωλό, το του xalikoutis
[i]- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....[/i]
Η πρώτη εμφάνση του Περι έγινε δυο μέρες μετά, στις 07/11/08, στο παράδειγμα του λήμματος τελατίνι, το.
[I]- Τι έγινε ο Περικλής ... δεν φάνηκε απόψε ...
- Άσε, τον έπιασε η μέση του ... αλφάδι στο πάτωμα είναι από χτες ... ας όψεται η Λίλιαν ...
- Η Λίλιαν; Τι, η Λίλιαν; Ποια Λίλιαν; Όχι Η Λίλιαν ...
- Ναι, ναι, η Λίλιαν, όπως το είπες με το Η κεφαλαίο ... τούκατσε επιτέλους ... και, φυσικά, τον ξετίναξε ... τελατίνι τον έκανε ...
- Εμ, έτσι είναι ... τι τόθελε το αμαρτωλό ο πουρέιντζερ;[/I]
Ο Περικλής εμφανίζεται και σε δυο άλλα παραδείγματα που γνωρίζω.
Στις 18/11/08, στο λήμμα κάνω ζάφτι
Τον κόβεις για μισοριξιά τον Περικλή,αλλά βάρδα να μην τα πάρει στο κρανίο ... τρία μπεντένια δεν μπορούσανε να τον κάνουνε ζάφτι προχτές που κάποιος είπε κάτι για την Λίλιαν.
Και, στις 30/01/09, στο λήμμα κουμάσι
[I]– Κατά τη γνώμη μου, ο Περικλής κακώς κάνει και ασχολείται με αυτή τη Λίλιαν... Παντρεμένος άνθρωπος τώρα, δεν επιτρέπεται...
– Άσε, ρε Βασιλάκη... Όταν εσύ έτρεχες με τη γλώσσα έξω πίσω από κείνο το παστάκι τη Λάουρα, καλά ήτανε... Καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου κι έρχεσαι τώρα να κάνεις και κήρυγμα...[/I]
Στα παραδείγματα αυτά φαίνεται ο ορίτζιναλ Περικλής, ένας τύπος μεσήλικας, παντρεμένος, μάλλον ισχνός, που δεν τον βάζει το μάτι σου αλλά ο οποίος, για το χατήρι του Λίλιαν, γίνεται άλλος άνθρωπος. Ας σημειωθεί και ότι η πρώτη υπόνοια ότι ο Πέρι το γυαλίζει το πόμολο διατυπώνεται μόλις στις 29/11/08.
Το 1936 είχε ανεβεί στο θέατρο «Περοκέ» μια μουσική επιθεώρηση με τον τίτλο «Τιριτόμπα» με τον Φώτη Πολυμέρη και την Σωτηρία Ιατρίδου. Το 1940, στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, κυκλοφορούσε ένα τραγουδάκι, μάλλον από την επιθεώρηση, αλλά με αλλαγμένου στίχους:
Τιριτόμπα, τιριτόμπα / να μια μπόμπα Ελληνική / που 'ν' η σόμπα, που 'ν' η σόμπα / να στεγνώσω το βρακί
Παράδειγμα και φωτό όλα τα λεφτά. Όποιος δεν βάλει 10 είναι σκουλήκι.
Η λέξη έχει εισαχθεί στα Ελληνικά τουλάχιστον από την δεκαετία του '70 και αναφερόταν αρχικά αποκλειστικά στο πουσάρισμα του κινητήρα του αυτοκινήτου. Νομίζω δε και ότι στα αυτοκίνητα σημαίνει κάτι μάλλον συγκεκριμένο, ότι η μηχανή του πουσαρισμένου αμαξιού είχε «πειραχτεί» με κάποιον ειδικό τρόπο. Ίσως κάποιος σχετικός με τα αυτοκίνητα να μας το εξηγήσει.
Μα, από τη στιγμή που είπες ότι δεν είσαι μουσικός ο ίδιος, το κατάλαβα ότι κάπως έτσι έγινε και αυτή ακριβώς η διαδικασία της εκμαίευσης, που λες κι εσύ, και μετά της ακριβούς και απέριττης καταγραφής είναι, κατά τη γνώμη μου, και η ουσία του σάιτ, στην πιο πούρα μορφή της. Εξ ου και τα σπέκια.
Νάσαι καλά, θενκ γιου.
Νταξ, να μη τα λέμε πάλι, πάρα πολύ καλό λήμμα/ορισμός και αδικημένο.
Το λήμμα σαφώς έλειπε - και να το σβήσω και από το πρόχειρο. Ο ορισμός πάρα πολύ καλός - ακόμη κι αν δεν συμφωνεί κανείς υποχρεωτικά με τις δυο τελευταίες παράγραφοι.
Αν μου επιτρέπεται να κάνω δυο παρατηρήσεις για πράγματα που με προβλημάτισαν κι εμένα όταν σκεφτόμουν το λήμμα.
α. Έχω την αίσθηση ότι η λέξη είναι πλέον μάλλον ντεμοντέ - σαφώς πιο νάιντις παρά νότις. Η φιγούρα και η μόστρα είναι ακόμη παλαιότερες, το πουλ μουρ και η ποζεριά σαφώς πιο τρέχουσες.
β. Νομίζω ότι όλες αυτές οι λέξεις έχουν λεπτές νοηματικές διαφορές στη χρήση. Αν μείνουμε στη λεζάντα, δεν νομίζω ότι εννοεί ακριβώς το ίδιο με τη μόστρα, δεν είναι απλώς και γενικώς επίδειξη. Είναι δύσκολο να το εκφράσω αλλά θα έλεγα ότι εστιάζει σε κάτι συγκεκριμένο, ίσως εξειδικευμένο, σε λεπτομέρεια π.χ. λεζάντα κάνει το πολύ ακριβό ρολόι που φοράει κάποιος που κατά τ'άλλα μπορεί να είναι ντυμένος σχετικά σεμνά, όχι φιγουράτα. Η συγκεκριμένη λεπτομέρεια βεβαίως και είναι επίδειξη αλλά δεν είναι απαραίτητα κραυγαλέα, χυδαία. Βέβαια, μπορεί και να είναι - τότε η λεζάντα σημασιολογικά πλησιάζει πιο πολύ την ποζεριά.
Όλα αυτά με επιφύλαξη.
Ξύλο τρώμε και στο τάβλι - άμα κάτσουμε με κανά μάστορα.
Έχει μια σχέση και ο βόιδαγλας.
Μπράβο, ρε γιάννη.
Το teddy bear χρονολογείται από το 1902 και έχει όντως σχέση με τον Teddy Roosevelt (περισσότερα εδώ).
Στην Αγγλία, ο όρος teddy boys εμφανίσθηκε το 1953 (εύρημα εφημερίδας) για να περιγράψει τα νεαρά λαϊκά αγόρια που είχαν υιοθετήσει στο ντύσιμο ένα στυλ δανδή της Εδουαρδιανής εποχής - Teddy είναι ένα από τα υποκοριστικά του Edward.
Δίνω σπέκια, πολλά σπέκια αλλά έχω και μια απορία. Αν κατάλαβα καλά, λες xal ότι η βασική σημασία είναι η πρώτη, η κυριολεκτική και ότι η δεύτερη, το φοβάμαι, προέκυψε μετά. Δες, όμως. Το κλάνω μαλλί με την έννοια του φοβάμαι νομίζω ότι είναι πολύ παλιό, προπολεμικό ας πούμε, σίγουρα και επίσης και πολύ πιο διαδεδομένο. Το κλάνω μαλλί με την πρώτη, κυριολεκτική έννοια πρέπει να είναι το νωρίτερο σέβεντις - πριν στην Ελλάδα δεν κυκλοφορούσαν πολλοί μακρυμάλληδες, εκτός κι αν το πάμε στον Καραϊσκάκη. Νταξ, δεν έχει και μεγάλη σημασία ποιο είναι το παλιότερο, απλώς μου γεννήθηκε η απορία.
Ναι, ναι ... ωραίος
Σχετικό (κάπου) και το εξής ανέκδοτο/αστικός μύθος. Τύπος σταματάει σε περίπτερο στη μέση του πουθενά, καλημέρα, καλημέρα, δυο Marlboro κι ένα Gitanes. Περιπτεράς: Αμ, δεν έχου μάλμπουρου, π΄δακι μ. Τύπος: Καλά, το Gitanes. Περιπτεράς: Αμ, του ζητάν, του ζητάν, βέβαια, αλλά σι λέου δεν έχ
, δε μας έφιραν.
Σωστός!
Νομίζω ότι έχει γίνει μια μικρή παρεξήγηση για ορθογραφικούς λόγους, δλδ δεν είναι συνάμενος, -η αλλά σεινάμενος, -η, με -ει και όχι με -υ. Με αυτή την ορθογραφία υπάρχει στα λεξικά π.χ. στον Τριανταφυλλίδη
*σεινάμενος -η -ο *[sinámenos] E5 : στην έκφραση σεινάμενος (και) κουνάμενος, για κπ. που εμφανίζεται κάπου με αδικαιολόγητη άνεση και αμεριμνησία. [σει(έμαι) -νάμενος κατά το κουνάμενος]
Και όπως λέει και το λεξικό, προέρχεται από το σείεμαι ή σειέμαι (δλδ κουνιέμαι, όπως σεισμός) και όχι από το σύρομαι ή το συνάμα
Πρώτος! Μπορεί να το λέω κι έξι φορές τη μέρα.
Η δική μου εντύπωση είναι ότι η έκφραση «το πνίγει το κουνέλι» (δες και το σχετικό λήμμα) σημαίνει μόνον τρώω πούτσα, βασικά κυριολεκτικά αλλά και, ενίοτε, μεταφορικά. Με την κυριολεκτική σημασία αναφέρεται κυρίως σε αδερφές και λιγότερο σε ψωλαρπάχτρες γυναίκες, με την μεταφορική έννοια ξέρω μια χρήση από το ποδόσφαιρο όπου όταν ο τερματοφύλακας φάει χαζογκόλ λέμε «τόπνιξε το κουνελάκι».
Το λέλε κι εγώ το έχω ακούσει, όχι ακριβώς στην ιδια έκφραση αλλά στο ίδιο κλίμα. Νομίζω ότι είναι βλάχικης προέλευσης και νομίζω ότι είναι συνώνυμο με το ωιμέ, λέγεται δλδ σε μοιρολόγια και ένα παράδειγμα υπάρχει εδώ, κάτω από το μέσον της σελίδας, το τραγούδι λέγεται «Λελέ, κακό που μ’ εύρε!». Άλλα παραδείγματα, πάλι από παραδοσιακά τραγούδια, υπάρχουν και εδώ, από το vlahoi.net, σχετικά με τη Σαμαρίνα. Δείτε και αυτό το κείμενο του Σ. Δημητρίου με τιτλο «Σαν τα χελιδόνια, λέλε μου» όπου δίνει και εξήγηση του λέλε = επιφώνημα που εκφράζει λύπη (αλίμονο μου, δυστυχία μου, συμφορά μου). Αυτό με τα χελιδόνια και το λέλε τόχω δει να παίζει κι αλλού και αναρωτιέμαι αν από δω προέρχεται και το λελεδόνια και τα διάφορα λελέ, απολελέ και τρελελέ, κλπ. Πάντως, για να επιστρέψουμε στα βλάχικα, έχω μια αμυδρή μνήμη ότι το έχω ακούσει και ως επιφώνημα χαράς, τρυφερότητας π.χ. λέλε το μωράκι, δλδ άχου το μωράκι, αχ μωρέ το μωράκι.
Μήπως είναι και τοπικός ιδιωματισμός; Εχει κάποιος και άλλα παραδείγματα χρήσεων;
Σούπερ ντούπερ!
Στος!
Στα καθ' ημάς κανένα πρόβλημα και νέμα προμπλέμα.
Ω, ναι!
Ε, από τη στιγμή που το λέει ο patsis ο οποίος σήμερα είναι Θησείο και αύριο Καμάρα, ορίστε ένα πεντάστερο και για το λήμμα. Η πλάκα είναι ότι ξέρω, ακριβώς, για ποιό χρώμα μιλάς.
Ο ορισμός τα σπάει και, φυσικά, δεν μπογώ να βάλω κάτω από πέντε. Τώρα, σε ό,τι αφορά τη λέξη αυτή καθαυτή, δεν την έχω ξανακούσει και ως επαγγελματίας Σαλονικιός μπαγιάτης είμαι υποχρεωμένος να τηρήσω στάση αναμονής και να μην βαθμολογήσω το λήμμα μέχρι να πεισθώ ότι λέγεται και έχει βάση και δεν είναι απλώς άλλη μια κακεντρέχεια των κάτω :-)
Έλα ρε, είναι με τι ασχολείται ο καθένας ... μπορεί από οπατζίδικα να μην γνωρίζω (κι από χίλια δυο άλλα δλδ) αλλά αυτές τις παπαριές τις έχω ... Αλλά (σνιφ, σνιφ) νομίζω ότι δεν συμμερίζεστε το χιούμορ μου ... κάτι κλιπ σαν το αρκουδάκι τάχω δει τις άπειρες φορές και γενικώς με το που τον ακούω να λέει Will it Blend; That is the Question αρχίζω να γελάω σα μαλάκας ... Θα γίνω ποτέ καλά, γιατρέ μου;