Δυο παρατηρήσεις, αν μου επιτρέπεται.
Κατ' αρχήν, ναι. Αλλά, εν προκειμένω, και τα τέσσερα παραδείγματα μπήκαν κατόπιν σκέψεως και το καθένα είναι εκεί για διαφορετικό λόγο - όλα καταγράφουν κάτι διαφορετικό και συγκεκριμένα, με τη σειρά:
Από τη στιγμή που δεν έγινε κατανοητό, αυτό που πήγα να κάνω προφανώς και δεν λειτούργησε. Αλλά, αυτή ήταν η πρόθεση και δεν έκανα copy paste αδιακρίτως.
Ό,τι λέγεται, ισχύει. Γιατί δεν το ανεβάζεις ως πρόσθετο ορισμό; Με όλες αυτές τις διευκρινίσεις που έδωσες.
Βεβαίως, είναι πολύ λογική ερμηνεία. Και συνηγορεί υπέρ του ορισμού του John Kar και όχι υπέρ αυτών εδώ. Το δικό μου το μπέρδεμα οφείλεται στο ότι σχεδόν κάθε φορά που ακούω τη λέξη αναφέρεται σε μικρές, ναι, προκλητικές, ναι, αλλά και άσχημες που δεν θα τις χαρακτήριζες λολίτες διοτι, νομίζω, λολίτα+άσχημη=οξύμωρο. Αλλά, μπορεί να είναι και συγκυριακή γκαντεμιά. Αν και μετά από αυτή την χρήσιμη συζήτηση και σε συνδυασμό με τις προηγούμενες παραστάσεις μου τείνω προς το λολίτα+άσχημη=καυλοράπανο
Ρισπέκ. Δεν έχω λόγια. Τρισμέγιστο.
Εντάξει, συμφωνώ γενικά με την ιδέα του vikar και ο jesus γενικά δίκιο έχει αλλά αυτό που ήθελε να πει ο rigo21 (τσιριμπίμ τσιριμπόμ = ομοφυλόφιλος) το κατάλαβα και, νομίζω, αυτό έχει σημασία. Δεν νομίζω ότι ο ορισμός ήταν επαρκής και γι'αυτό παρακινήθηκα να ανεβάσω έναν διαφορετικό αλλά, πάντως, τον κατάλαβα. Δεν νομίζω ότι χάθηκε ο κόσμος που είπε «άλλος ένας ελληνικός ορισμός» αντί, φαντάζομαι, για «άλλη μια ελληνική λέξη».
ironick, θενξ, πάρα πολύ καλό και διαφωτιστικό. Αν κατάλαβα καλά, αυτό που λες είναι ότι το καβλοράπανο ετυμολογείται από το καυλός+ρεπάνι και ότι παλιότερα οι αγρότες κλπ χρησιμοποιούσαν τη λέξη αναφερόμενοι στο κοτσάνι του ρεπανιού.
Μπορούμε, νομίζεις, να συνάγουμε απ' αυτό ότι όταν αρχικά η λέξη καβλοράπανο χρησιμοποιήθηκε για γκόμενα σκοπός του ποιητή ήταν να την παρομοιάσει με κοτσάνι ρεπανιού; Αυτό θα βοηθούσε.
Μου μένει, βέβαια, η αρχική μου απορία. Στην τρέχουσα αργκό, τι είδους γκόμενα χαρακτηρίζει συνηθέστερα/επικρατέστερα η λέξη καβλοράπανο;
Η ατάκα είναι λίγο διαφορετική: «Δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρω, υποφέρεις κι υποφέρω».
Ρε παιδιά, ξέρει κανείς τι σημαίνει αυτό; Εννοεί τον πολύ αδύνατο; Έχει καμμία σχέση με τον τσιγγούνη; Αυτά τα σφίγγος και στρίγγος, ξέρουμε τι είναι; Επίσης, ξέρουμε την προέλευση; Εγώ ξέρω/έχω ακουστά διάφορους με το όνομα Δαραβίγκας, πάντα με -γκ-, αλλά κανείς δεν κολλάει εκ πρώτης όψεως.
Αυτοί οι δυο τελευταίοι μπορεί νάναι και το ίδιο άτομο, δε θυμάμαι.
Δεν μας λες σε ποιό σήριαλ αναφέρεσαι. Αν πάντως μιλάμε για Οι μεν και οι δεν, Διονύσης Δάγκας και δε συμμαζεύεται, είναι από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και η έκφραση «είσαι μάγκας ή δάγκας;» είναι πολύ, πολύ παλιότερη.
Ωραιότατο, δεν το ήξερα. Μήπως τώρα που ήρθε κι ο δεσπότης στην παρέα μιλάμε πλέον για καρέ του παπά;
Ε, ναι, το ξέρω ότι το λέμε γου-γου-γου. Απλώς αναρωτήθηκα γιατί δεν ανέβηκε το λήμμα έτσι, ως γου-γου-γου, που θα είχε και λίγο πλάκα.
Στον προφορικό λόγο, πώς το λέμε αυτό στα Ελληνικά;
Έλα, μεγάλε! Καλώστονε κι ας άργησε ...
Έχει τακτοποιηθεί το θέμα εδώ.
Και γαμώ τ' ανέκδοτα ... :)
Οι καστράτοι (από το Ιταλικό castrato, πληθ. castrati) ήταν ευνουχισμένοι άνδρες τραγουδιστές με φωνή σοπράνο - οι μουσικοί του site μπορούν να το εξηγήσουν καλύτερα. Από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα ήταν οι μεγάλοι σταρ τής όπερας. Μια ιδέα δίνει αυτή η ηχογράφηση του Αβε Μαρία από το 1902 - αν και ο τραγουδιστής που ακούγεται ήταν τότε 44 ετών ήδη και η φωνή του δεν ήταν στο ζενίθ της.
Βάλτο ντε, vikar μου, ως χωριστό ορισμό - το παράδειγμα από μόνο του κάνει πολλά λεφτά ...
Επίσης και τα κακά κόποις κτώνται ... αν έχουμε δυσκοιλιότητα ... από την πέμπτη δημοτικού είχα να το πω αυτό.
Δηλαδή, για να το καταλάβω ... αυτός που κάνει πινέλο (real, εννοείται) χέζει στο μπιντέ;
Δείτε το βίντεο - πάντοτε επίκαιρη η Έφη.
Μήπως - λέω, μήπως - η λέξη αυτή τονίζεται στη λήγουσα; Κι αν είναι έτσι, γιατί τη γράφουμε με κεφαλαία - όχι μια αλλά δυο φορές; Αν γράψουμε Μοσκατ-ό θα προσβληθούν, δηλαδή, οι ντόπιοι; Τους οποίους, βέβαια, δεν μπορούμε να τους πούμε Μοσχατιώτες αν η «πόλη» τους λέγεται Μοσκατό.
Νίκος Γιούτσος.
OK, υπάρχει. Αλλά έχω ιδέα ότι κάποιος κάποτε παράκουσε τα αρχίδια καπαμά και τάκανε καπλαμά. Που έχει κι αυτό την πλάκα του, δε λέω, αλλά κοίτα να δεις ... για τον μεν καπαμά, λίγο πολύ ξέρουμε πώς γίνεται ... κρεμμύδι τσιγαρισμένο, λίγο σκόρδο, ντοματούλα σίγουρα ... κάποιοι βάζουν και κανέλα και λίγη ζάχαρη ... κι έτσι. Αλλά πώς, ρε πστ, τα κάνεις τ' αρχίδια καπλαμά; ... αυτό να μου το εξηγήσει κάποιος να του πω μπράβο ... Θενκ γιου.
Ορισμένοι από μας λένε χρόνια τώρα μόνο «αρχίδια καπαμά». Τον καπλαμά πρώτη φορά εδώ τον είδα.
Ποιό; Το λήμμα ή το δίστιχο;
Υπάρχει και το περιεκτικό δίστιχο:
'Είναι γάτα κι αλεπού
κι ας τον παίρνει που και που'
Σχετικό είναι και αυτό εδώ: το ρετιρέ ξενοίκιαστο
Δεν είπα ότι δεν είχες δίκιο και δεν είπα ότι δεν ήταν λάθος. Το μόνο που είπα ότι δεν χάθηκε ο κόσμος.