κλασσικό παράδειγμα «προφανώς» ήταν η απόδειξη του cauchy για την σύγκλιση συναρτήσεων.
πολύ σωστή ανάλυση του ζητήματος γίνεται σε αυτό το βιβλίο, αλλά δε νομίζω να μπορεί να το διαβάσει μή μαθηματικός.
νομίζω, δόκτορα, το έχει ο τριαντά αυτό που λες, θα το κοιτάξω. αλλά προς το παρόν δε συμμορφώνομαι προς τας υποδείξεις.
@χότζας: έπος;
(σας αφήνω τώρα, πα να δω το πρόσωπο)
χαλαρό αντίστοιχο κ το «σεμνάααα», που πάει περισσότερο προς προειδοποίηση κ δεν τό 'χουμε. όποιος πιστός ας προσέλθει.
(κ ξανά σπεκ στο παράδειγμα κ το κρασνιάκ, τα είχα ξεχάσει κ μου τα θύμισε ο θείος βράστας.)
βλ κ φάρσες;)
νομίζω λόγω της πολύ σωστής 1ης παραγράφου του ορισμού, αξίζει ένα λινκ από τη συντακτική στο μέτριο λημματάκι «γειώσεις». ε;
νομίζω από θεσσαλία μεριά, πιθανόν προς βόλο, «γαμείς καν' τρίμ';» ήτοι «γαμείς κάνα τρίμμα;».
βασικά, εγώ το έχω ακούσει κ ουδέτερο κ αρσενικό. κ έχω την εντύπωση ότι αρσενικό είναι μόνο ο μπάφος, ενώ όταν είναι ουδέτερο μπορεί να είναι κ κανονικό τσιγάρο.
αποχή ή εξαέρωση.
σα να το θυμάμαι αυτό. θα το πήγαινα προς το «σήκωσες μπαϊράκι», δλδ «επαναστάτησες», οπότε ο εκνευρισμός είναι μάλλον συνέπεια κ όχι ο καθεαυτού ορισμός.
αυτό που άκουσα εγώ σήμερα είναι ότι το έθιμο στα προξενιά παλιά ήταν να προσφέρουν στο γαμπρό κόκκορα με χυλοπίτες. κ όταν αποτύχαινε το προξενιό, η απάντηση στο «πώς πήγε» ήταν «ε, τουλάχιστον φάγαμε χυλοπίτες».
από τη χυλοπίτα στην χυλόπιτα, δυο δάχτυλα κ κάτι.
είναι κ το
«ψένω κάτι συκωταργιές στη μπάρμπεκιου τη μπζηστιέρα, κάτι ψάρια πού 'χουνε φερμένα απ' τον ορχομενό, κάτι μανιράρια αλα πλάτερς, γαρίδες με μπέηκον...στρίβω κι ένα γελαστό να τον πιούμε....κι όπως έχω σκοτεινιάσει απ' τη μπουρούχα, γυρίζει η κριστίν η γυναίκα κ μου λέει...» κτλ.
πεσωμένος είναι γενικά η μετοχή του πέφτω στην λευκάδα, αντί του «πεσμένος».
η γιαγιά μου έλεγε πχ «ήμ'να πεσωμέν' και χτύπ'σε το τ'λέφωνο αλλά δεν πρόκαμα», εννοώντας ότι ήτανε ξαπλωμένη. μεγάλη λέξη είναι κ η ξεπεσωμάρα, τύπου γενική αδυναμία σωματική, σαν υπόταση: ξύπν'σα κ' είχα μιά ξεπεσωμάρα, π' δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μ'.
όλαφ τά, βέβαια, είναι παραδοσιακοί ιδιωματισμοί κ όχι αργκό.
βελκόμ, μεγανησιώτη, με τη ζούρλια σου που είναι στάνταρ.
κ αν ο άλλος παρακούσει,
- άλφα, ρε γαβγάβ.
εγώ σε παρόμοιες καταστάσεις χέζω θερμόμετρα πάντως.
αντίστοιχο ήτανε κ το ζομπινέησον, που κατάλαβα ότι λέγεται zombie nation όταν το είδα γραμμένο κάπου.
τσεκάρετέ το κι εδώ στην επική διασκευή «my secret zombie nation»
βλέπε κ εδώ στο 5 για την απελπιστικά ίδια γαλλική φρασούλα (δεν έχουν σύνθετα τα καημένα κ το αφήσανε δύο λέξεις).
δεν ξέρω αν ετυμολογείται από κει, μάλλον προς το απίθανο, ιδίως αν η εξήγηση για το μπαλάκι είναι αυτή του λήμματος, που είναι κ πειστική.
ε, ρόφελ!!!
απ' το φακ κ όχι απ' το φίκι-φίκι;
(άσχετο, αλλά πάλι το λογοπαίγνιο με το φύκι.)