Πάντως, δυο από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που συνάντησε η αγγλίδα καθηγήτριά μου των Αγγλικών (για την οποία δεν σας έχω ακόμη μιλήσει) όταν μάθαινε Ελληνικά, ήταν:
α) Η διάκριση μεταξύ του «εντάξει» και του «ένα ταξί», και
β) Η διάκριση μεταξύ του μπα; (ως επιφώνημα έκπληξης) και του μπα! (ως αρνητικό μόριο) (βλ. και λήμμα μπα)
Ευλόγησον, Δέσποτα.
E! Για στακάτε un po'! Στο Μongibello δεν γυρίστηκε η γ-α-μ-ά-τ-η ταινία «Ο Ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» με τους Matt Damon και Gwyneth Paltroe;
Ο Άρης Βελουχιώτης (Θανάσης Κλάρας) ήταν άτεγκτος με τα θέματα ηθικής και φέρεται να έχει προστάξει στο μπουλούκι του: «Τη μαλαπέρδα σας, θα την έχουτε μόνο για να κατουρούτε.»
διόρθωση: -τις- τελευταίες μέρες...
Θα μου πεις, κρεμασμένη ανάποδα, η βαρύτητα επιδρά θετικά στο θέμα του στήθους και των καμπυλών γενικότερα.
Ρε πστ, στη μακάβρια φωτο του τζόνι, ακόμη και κρεμασμένη ανάποδα, φαίνεται ότι η Κλάρα είχε καλλίγραμμο σώμα.
Με την ευκαιρία, υπάρχει μια καταπληκτική ταινίαγια την τελευταίες μέρες του Μουσολίνι, με τον Rod Steiger να δίνει ρ-ε-σ-ι-τ-ά-λ ηθοποιίας στο ρόλο του Ντούτσε.
Α χα! Πετάκη, έ; Η μάλλον ξε-Πετάκη.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι «κρητικοί» της Ν. Ιταλίας (Magna Grecia) αποτυπώνουν τον τσιτακισμό τους με -zz- π.χ. Materazzi (<Mατεράκης <Μητέρα+άκης), ενώ οι του Βορρά με -cc- όπως η εν λόγω μανδάμ.
Βρε παιδιά, είναι καθ' όλα δόκιμο. Το χρησιμοποιεί και ο Κ. Κρυστάλλης:
Στὸ Σταυραητό
Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!
(Ρε πστ, που πήγαν όλοι οι πελάτες; Ψυχή ζώσα δεν πατάει στο μαγαζί, πάλι στο σλανγκ το ρίξαμε πρωί-πρωί.)
Ταιριάζει γάντι με την απάλειψη του «στο, στη» όταν αναφερόμαστε σε τοποθεσία, π.χ.:
Γεννήθηκα Αθήνα, μεγάλωσα Κύπρο και τώρα ζω Θεσσαλονίκη.
Εκμνησία (=φλασιά): Τώρα που το βλέπω, το πιο ευθύ υποννοούμενο στο παραπάνω ποίημα είναι εκείνο το «Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου», όπου «θα 'ρθω» = i'm coming => i'm cumming.
Χότζα, άστραψες! 10+ στερο σχόλιο!
Συνώνυμο των «χαλκέντερος» και «σιδηροκέφαλος», δηλαδή;
Και η αγελάδα του Αρναούτογλου στο «Πολύ την Κυριακή». Επίσης, Κλάρα Πετάτσι η ερωμένη του Μουσολίνι που εκτελέστηκε μαζί του από τους παρτιζάνους.
Μήπως θα έπρεπε να ήταν «Ταπαιρνίδου»;
Παναγιωτατοσιολογιοτατομακαριοτατοπαμμεγιστοσεβασμιοτατο ιεροσοφολογιώτατε.
Ίσως θα μπορούσαμε να βγάλουμε μια χριστιανοταλιμπάν προσφώνηση που θα αρχίζει από παν....και θα τελειώνει σε ...ότατε, κατά το αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίται.
Κάποτε, ένας Πρόεδρος δικαστηρίου, αφού κάλεσε τον μάρτυρα Στέλιο Καζαντζίδη να καταθέσει ενώπιον της έδρας, τον ρώτησε:
- Εσύ είσαι που βαράς κιθάρα;
Τί έχει να πει το Αναγραμμαντείο;
@Μ.Α.: Σύμφωνοι, πρόκειται για καλή ατάκα, όμως για να χαρακτηριστεί σλανγκ θα θέλαμε να τη δούμε να χρησιμοποιείται και εκτός του δεδομένου χωροχρονικού πλαισίου εντός του οποίου προέκυψε. Επίσης, το παράδειγμα sucks.
Κατά τα άλλα, καλώς όρισες στο σάιτ και προσβλέπουμε σε περισσότερα αυτοβιογραφικά (ει δυνατόν) και όχι μόνο λήμματα.
Με την ίδια σκωπτική διάθεση, το Αττικό Νοσοκομείο χαρακτηρίζεται από τους εργαζομένους σ΄αυτό ως «Η Ναυαρχίδα (του Ε.Σ.Υ)»
Σχετικό και το επίκαιρο σλόγκαν για τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας: «Τα μεταξωτά άμφια, θέλουν κι επιδέξιους φόρους!»
Όπως είχε γράψει προφητικά και ο μέγας Κ. Καρυωτάκης,
στο παρακάτω ποίημα με τίτλο «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» :
«Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.»
(το πιάσαμε το υποννοούμενο, έτσι;)
Ο ΓΑΠ έχει χρησιμοποιήσει τελευταία πολύ συχνά την αμερικλάνικη σλανγκιά με το «γεμάτο πιστόλι πάνω στο τραπέζι» και ίσως κάποιος θα έπρεπε να του μιλήσει για το σλανγκ.τζουρου, για να κάνει εγγραφή και να το καταχωρήσει το λήμμα.
Α χα! Βλαχοντόιτς, το αντίπαλο δέος του λαζογερμανού!
Μπράβο ρε φίλε, καλό.
Την ίδια εσάνς αντριλικιού και σκληράδας αποπνέει και η μαύρη μπίρα (π.χ. μποκ).
Και φυσικά, υπάρχει και η λατινικούρα «Nemo me impune lacessit», που σημαίνει «Κανείς δεν θα με βλάψει ατιμώρητος.»