Ωραίος. Ιδιωματικό θα το έλεγα. Σε παραθεσσαλονίκια χωριά θα το ακούσεις σιάχνω, με τις ίδιες πάνω-κάτω σημασίες, οι οποίες άλλωστε προέρχονται άμεσα ή έμμεσα απο τις σημασίες του φτιάχνω. Θά 'λεγα οτι και η ίδια η λέξη πρέπει να έχει επηρεαστεί απο το φτιάχνω, άν και ετυμολογικά δέν το βλέπω καθαρά.
Τώρα, ο Ντέρτι εκεί ίσως τα μπερδεύει λίγο, αλλα ίσως και να μπερδεύονται οι τύποι των δύο λέξεων έτσι κι' αλλιώς: αλλα τυπικά, άλλο σιάζω-έσιαζα-σιάσω κι' άλλο σιάχνω-έσιαχνα-σιάξω (μέ ή χωρίς γιώτα).
Λέει κάπου επάνω ο τζίζας για ανέκδοτα. Ένας φίλος λάνσαρε πριν χρόνια στην παρέα την εξής απίστευτη γείωση, που κολλάει σε μακροσκελή ανέκδοτα: με το που σου λέει ο άλλος έν' ανέκδοτο, γελάς-ξεγελάς, του λές: «Μαλάκα, ξέρω ένα παρόμοιο! Άκου», και αρχίζεις να λές το ίδιο ακριβώς ανέκδοτο. Όποτε πάει ο άλλος να διαμαρτυρηθεί, τον διαβεβαιώνεις οτι «όχι-όχι! κάτσε! περίμενε, θα δείς», αλλα συνεχίζεις να λές ακριβώς το ίδιο. Και άν ο άλλος είναι τόσο αγαθός που να τρέφει ελπίδες για, έστω, διαφορετική ατάκα στο τέλος, τον γειώνεις ολοκληρωτικά τελειώνοντας με την ίδια ακριβώς ατάκα.
Ήταν αγνές εποχές, και με τέτοιες πουστιές γελούσαμε ακόμα...
Σωστός. Αλλα δέν θά 'λεγα οτι έχει σχέση με το όνομα Καρολίνα, απλά απ' το καριόλα και το υποκοριστικό -ίνα είναι.
Σωστός, έχει ψωμί. Αναλαμβάνεις;
Μιάς και ξημέρωσε όμως πιά καλά-καλά, μεσημέριασε μάλλον, έχουμε και λέμε για τις δοτικές... Χέχ-χέχ...
Το άνθρωπος ανθρώπω λύκος (που πρώτη φορά συναντάω) είναι λιγότερο υπαρκτό κι' απο το don't worry, be happy. Είναι πάνω-κάτω τόσο υπαρκτό όσο το scripta manent, verba volant. Και εντάξει, μεταξύ μας μπορούμε να μιλήσουμε με όσους διαφορετικούς κώδικες μπορούμε, μορφωμένοι άνθρωποι και καραγαμάουα και οι καλύτεροι και τα λοιπά, αλλα άμα είναι να πώ καμιά κουβέντα στην οχτάχρονη ανιψιά μου περι κοινωνίας, να το χέσω αν είναι να λέω κάτι (άνθρωπος ανθρώπω λύκος) και μετά να πρέπει να το εξηγώ στα ελληνικά («ε, νά, δηλαδή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος... πα' να πεί, ο άνθρωπος είναι σά λύκος απέναντι στο συνάνθρωπό του... δηλαδή, τελοσπάντων, βασικά... χμ... νά, για κάποιους ανθρώπους είν' ο θάνατός σου η ζωή μου, κατάλαβες;...»). Άν υπάρχει αντίστοιχη έκφραση στα ελληνικά, γιατί να μήν την προτιμήσω απ' την αρχή;
Εκφράσεις απο άλλους κώδικες επικοινωνίας ή άλλα γλωσσικά συστήματα, είναι καλό να τις αποφεύγει κανείς γιατι είναι αδιαφανείς. Εκτός βέβαια και άν το κάνει θέλοντας να είναι αδιαφανής ή χωρίς να τον ενδιαφέρει (πουλώντας μόστρα ξερωγώ) --άλλο καπέλο.
Σαφώς όμως, έχεις δίκιο για το 100%: το δόξα τω θεώ, ως επιφωνηματική πιά φράση, και όχι κυριολεκτική, που όλοι την καταλαβαίνουν, δέν μπορείς να το αποφύγεις τόσο εύκολα (άν και, ακριβώς επειδή είναι επιφωνηματική πλέον, θα έστεκε λέω και η γραφή με όμικρον). Αλλα άν μπορούμε να πιάσουμε το ενενηντα οχτώ τα εκατό, γιατί να μήν το κάνουμε;...
Τα ενψυχρώ και λοιπά είναι ωστόσο διαφορετική περίπτωση. Όπως και τα απο πολύ παλιότερα εδραιωμένα στη γραφή ενώ, ενόσω, έτσι κι' αυτά χρησιμοποιούνται με τη δοτική να έχει χάσει το όποιο της παλαιοελληνικό νόημα, το οποίο πλέον ανήκει στην όλη φράση εξαδιαιρέτου, και μάλιστα δικαιολογείται όχι γραμματικά (ως λειτουργία κάποιας πτώσης) αλλα συντακτικά (ως λειτουργία της λέξης μές στην πρόταση)· το αποτέλεσμα είναι να την αντιλαμβάνεται κανείς τη φράση ως μία και μόνο λέξη, που δέ μπορείς και δέν έχει νόημα να τη σπάσεις: το εν δέν υπάρχει στα ελληνικά απο μόνο του, όχι πιά, ούτε και η δοτική. Το ίδιο συνέβη και με μονολεκτικές δοτικές ουσιαστικών οι οποίες παρέμειναν στα σύγχρονα ελληνικά θεωρούμενες πλέον ώς άλλα μέρη του λόγου (σύνδεσμοι, επιρρήματα...): μέσω, λόγω, τύποις...
Για την επιτρεπόμενη διαδοχή συμφώνων στα ελληνικά, όκέι, αλλα προσωπικά δέν το θεωρώ και κάνα σοβαρό κανόνα... Εντάξει, όλοι ξέρουμε οτι οι σύγχρονοι έλληνες λένε «φχαριστώ» (μέχρι κι' ο Μπαμπινιώ το έχει συμπεριλάβει στο λεξικό του), παρότι ενας παλιός θα σού 'λεγε πιθανά οτι «δέν επιτρέπεται να ξεκινά ελληνική λέξη με το σύμπλεγμα φχ». Αν ένας κανόνας δέν αποτυπώνει πλέον σωστά την υπαρκτή φωνολογία της γλώσσας, αυτό για το οποίο διατυπώθηκε, τότε δέν είναι και τόσο αξιοσέβαστος, νομίζω;
Άσχετο: καθόμαστε δυό μαθηματικοί και μιλάμε για γλώσσα, και σκέφτομαι τί πλάκα θα είχε να βλέπαμε καναδυό γλωσσολόγους να τα τσουγκράν για μαθηματικά... Όχι πές μου, δέν θα τους κορόιδευες ανελέητα;... Αλλα ρε γαμώτ', κάτσε· άμα οι τύποι είχαν κάποια βάση, δέν θα έμπαινες κι' εσύ στην κουβέντα, έστω και με τουπέ;... Τί γίνεται, αραδιάζουμε τόσο αφελείς μπαρούφες στο σλάνγκ τζι άρ, ή οι γλωσσολόγοι είναι πιό ακατάδεχτοι και ψηλομύτες κι' απο τους μαθηματικούς ακόμη;
(Την κουβέντα την έχουμε ξεφύγει τρελά, αλλα δέ γαμείς...)
(Επι της ουσίας διαφωνώ, αλλα μή μας τα πρήζουμε νυχτιάτικο...)
Ίιι! Εγώ, «εξουσιαστής»;... Ποιός σου έβαλε λόγια, λέγε τώρα!...
τα ενπλώ κτλ μέχρι ενψυχρώ είναι συντάγματα με δοτική στ΄αρχαία, τα οποία ποτέ δεν έχω δει ως μία λέξη. είναι σα να βάζεις στο λογαριασμό το «είμαι στο χωριό», μου φαίνεται. Κοίτα, το άν θα τις γράφεις χωριστά ή σα μιά λέξη είναι θέμα βίτσιου: είτε σ' ενδιαφέρει να παρσάρεις ακόμα τη δοτική ή θεωρείς οτι η γλώσσα έχει προχωρήσει λιγάκι παραπέρα.
Αλλα εντάξει, δέν είν' αυτό το θέμα βέβαια· το θέμα είναι οτι είτε πείς «εν ψυχρώ» είτε πείς «στην ψύχρα» είτε πείς «ψυχρά», η λειτουργία είναι κάθε φορά επιρρηματική. Το παράδειγμα «είμαι στο χωριό» δέν μου κολλάει καθόλου στην ίδια κατηγορία, άν και, γκράντετ, παραείμαι πηγμένος τώρα για να το ψάξω απο άποψη γραμματικής.
Οι λοιπές διαφορές που επισημαίνεις, ολόρθες --αλλα όπως λές κι' εσύ άλλο ήταν το πόιντ μου ('γκιόζη... :-Ρ). Οι μή Λευκαδίτες τελοσπάντων τί λένε;...
Να συμπληρώσω: το καταληκτικό /o/ σε επίρρημα ή επιρρηματική φράση δέν ξενίζει στα ελληνικά [...], οπότε το λευκαδίτικο αυτό φαινόμενο θα μπορούσε κάλλιστα να μήν είναι καθόλου μόνο λευκαδίτικο, αλλα να είναι επίσης και πιό γενικευμένο (να απαντά και σ' άλλα τέτοια «επιρρηματικά επίθετα»).
μεσημεριάτικα, απογευματιάτικα, βραδιάτικα και νυχτιάτικα, που στη Λευκάδα τουλάστιχον απαντούν και λήγουσες σε -ο αντί για το -α του επιρρήματος τζίζας
Δέ μας λές ρε τζίζα, ή άλλοι Λευκαδίτες, μιά και δέν αναφέρεται ρητά στον ορισμό: αυτή η χρήση του ενικού ουδέτερου αντί για επίρρημα δέν επεκτείνεται σ' άλλες περιπτώσεις;... Υποθέτω οτι τουλάχιστον για τα επιρρήματα που λήγουν σε -ικα ή -ικά (δές στο Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) θα πρέπει να παίζει η αλλαγή. Αλλα πολύ-πολύ πιθανό να παίζει ακόμη γενικότερα.
Τώρα, αυτό μόνο στη Λευκάδα ακούγεται; Εγώ δέν είμαι σίγουρος άν το έχω ακούσει(!), νομίζω θα το πρόσεχα... Αλλα οπωσδήποτε δέν με ξενίζει καθόλου, και μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον δύο λόγους γι' αυτό.
Ο πρώτος, υπάρχουν πολλές λέξεις που καταλήγουν στο φθόγγο /o/ και χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων τουλάχιστο, ως επιρρήματα. Κωλοβαρώντας στον Αναστασιάδη-Συμεωνίδη βλέπω μεταξύ πολλών τα εξής: αύριο, καταχείμωνο, κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο... χάμω, γύρω, κάτω, πάνω, έξω, εδώ, πίσω... λίγο, άλλο, όλο, καμπόσο, όσο, πόσο, τόσο... ενπλώ, επαυτοφώρω, ενβρασμώ, ενθερμώ, ενκαιρώ, ενλευκώ, ενψυχρώ... αρόδο, αντάτζιο, αλέγκρο, σόλο, πρίμο-σεκόντο, πρόντο, ντεφάκτο, ινκόγκνιτο, πιανίσιμο, φορτίσιμο, απροπό... Αλλα και απίκο, λαμπίκο, παρώ, προχώ, αλεμάο, γαμώ... Και ούτω καθεξής.
Άλλος λόγος, η χρήση επιθέτων ώς κατηγορουμένων: «μπήκε στη στροφή φορτσάτος», «με κοίταζε καυλωμένη», που μπορούν να αντικατασταθούν, καταρχήν, απο επιρρήματα: «μπήκε στη στροφή φορτσάτα», «με κοίταζε καυλωμένα» ή, καταδεύτερον, απο επιρρηματικές φράσεις του εξής τύπου (που ωστόσο διαφοροποιούν κάπως το νόημα): «μπήκε στη στροφή στο φορτσάτο», «με κοίταζε στο καυλωμένο» --παρεμπιπτόντως, αυτές οι επιρρηματικές φράσεις είναι μου φαίνεται κυρίως αργκοτικό φαινόμενο, στα υπόψιν.
Τελοσπάντων, θέλω να πώ οτι το καταληκτικό /o/ σε επίρρημα ή επιρρηματική φράση δέν ξενίζει στα ελληνικά, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, οπότε το λευκαδίτικο αυτό φαινόμενο θα μπορούσε κάλλιστα να μήν είναι καθόλου μόνο λευκαδίτικο. Απ' την άλλη, και μόνο η ύπαρξη των χρονικών κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο κουλουπού, δικαιώνει νομίζω πλήρως τους «λευκαδίτικους» αυτούς τύπους.
Οι άλλοι τί λένε;...
Τζίζα, το χειρίστης το λινκάρισα έχοντας υπόψη μου τα σχόλια (ναί, όκεϊ, τα δικά μου σχόλια, αλλα τέλος πάντων). Ο ορισμός του ροτζέριο, απ' τη δική μου οπτική, είναι ελλιπής: για μένα εκείνο το λήμμα θά 'ταν γενική της έμφασης.
Σωστός ο τζόνι για το ημι-, που είναι και πολύ πιο διαδεδομένο απ' το υπο-, έχω την εντύπωση, άν και ίσως σε ύφεση. Θα έλεγα επίσης οτι καί τα δύο σημαίνουν στην ουσία ψιλο-, αλλα με ένα τσίκ ειρωνείας.
Όντως, το σύρσιμο δέν πάει πακέτο με την τράκα, και τανάπαλιν.> (τα παραδείγματα είναι κ τα δύο σωστότατα, αλλά ο ορισμός μου φαίνεται μπάζει σ' αυτό το σημείο)
τζίζας Κάποιοι πρέπει να μαθαίνουν να μετράνε σιγά-σιγά...
Η «επίσημη αργκό», καθότι αντιφατική ως έκφραση, τείνει να εκπέσει σε «μη-αργκό»... είναι σχεδόν δόκιμη γλώσσα... τζόνι Ή, όπως τα βλέπω προσωπικά, είναι πλεον μέρος της «καθομιλουμένης» (όχι της τυπικής γλώσσας, ούτε της κάργα αργκό).
Όπως τα λές βασικά.
Το συνειρμό με τα ναρκωτικά τον έκανα για πρώτη φορά σήμερα, διαβάζοντας το σχόλιο του τζόνι. Τη φράση την άκουγα σε άσχετες κι' αθώες παρέες απο αρκετά παλιά (να πώ δεκαπενταετία;... μές στο νερό). Δέν ξέρω αν προήλθε απ' το χώρο των ναρκωτικών, αλλα δέν το θεωρώ καθόλου απαραίτητο.
Επίσης, δέν είμαι σίγουρος καταπόσο το δόση έχει υποσκελίσει το φάση μ' αυτήν τη χρήση. Κάνω τωραδά αναζήτηση στο γκούγκλ με τους όρους «''σε μια φάση σκάει''» και «''σε μια δόση σκάει''» και παίρνω 46 και 2 αντίστοιχα, ας πούμε.
Δέν το ψάχνω καλύτερα, αλλα δέν θα συμφωνούσα με τη διατύπωση οτι «το φάση έχει καεί». Κάθε άλλο: χρησιμοποιείται κατακόρον, είναι κάτι σάν «επίσημη αργκό» ξερωγώ, ενώ το δόση, πολύ διαδεδομένο μέν, είναι δέ πιό αντεργκράουντ.
Σωστός! Βασικό. Σωστός και ο τζόνι στο γάμμα.
Συμφωνώ επίσης με τη σύνταξη με τα μία/κάποια. Πιχί, δεν έχω ακούσει ποτέ να ρωτάνε «σε ποιά δόση;», όπως θα λέγαμε «σε ποιά φάση;». (Χάνουμε καμιά περίπτωση;...)
Δίκιο.
Το Φλού σαφώς και υπάρχει ακόμα. Για το Ντε Φάκτο το ίδιο, σωστός: βαθμιαία γκέι φρέντλι, μάλιστα, δια της οδού της κουλτουρέ εναλλακτικότητας --για να το θέσω κάπως ηλίθια. Άρχισα να το αποφεύγω απο τότε που πήγα για καφέ και είχα φάτσα-κάρτα στο απέναντι τραπέζι δυό απ' τους γλοιωδέστερους μεγαλοκαθηγητάδες-καρχαρίες της σχολής μας.
Όσο για το Λωτό, Χότζα, δέν ξέρω τί σου είπε ο πάτσις, αλλα έχω να πατήσω εκεί χρόνια...
Έξω η πλάκα τώρα και δέν ξέρω κατα πόσο σηκώνει το σάιτ τέτοια κουβέντα, τα γκέι φρέντλι της Θεσσαλονίκης που γνωρίζω, σε φάση Ντε Φάκτο ή Στρέτο, είναι τόσο ποζεράτα που μου προκαλούν κάποια μικρή αποστροφή (το Ντόν τελ μάμα πάντως ήταν πιό ειλικρινές μέρος, καναδυό φορές που είχα πάει πριν καμιά δεκαετία).
Σε ελληνικά γκέι μπάρ δέν έχω βρεθεί, αλλα οπωσδήποτε δέν ισχύει αυτό για τα καναδυό γκέι μπάρ στα οποία έχω βρεθεί στο Μόναχο: ή έχεις πάει βέβαια εκεί για ομό καμάκι δίχως αύριο, ή για να ηρεμήσεις απ' τον «μεγάλο αυτό τύραννο της τεστοστερόνης» (σίκ) που είναι μεγάλο ατού των γκέι μπάρ όσον αφορά τους ετερό, ειδικά σε μία πόλη χωρίς καφενεία..., αλλα οπωσδήποτε δέν έχεις πάει εκεί για να πουλήσεις κουλτούρα!... Πραγματικά, αυτή τη σύνδεση κουλτούρας και ομοφυλοφιλίας που έβλεπα πάντα να γίνεται στην ελλάδα, έξω δέν τη βλέπω τόσο έντονα (ή και καθόλου).
Ασφαλώς μεγάλο θέμα η ομοφυλοφιλία στην ελλάδα, τί να πρωτοπείς --ειδικά αν είσαι απ' την απέξω. Τέλος πάντων.
Το Φλού γκέι μπάρ;... Αν όντως πρόκειται γι' αυτό της Νικηφόρου Φωκά, ποτέ δεν άκουσα κάτι τέτοιο, ούτε και πήρα πρέφα κάτι (είναι απ' τα ψιλοστέκια μου), δέ νομίζω να πρόκειται για το ίδιο μέρος.
Γκέι μπάρ στη συμβασιλεύουσα άλλωστε, δύσκολα. Τουλάχιστον, δύσκολα να είναι τόσο γνωστά και κεντρικά. Τα μόνα μέρη που στις μέρες μου (δεκαετία ενενήντα ας πούμε) ακούστηκαν ευρύτερα ως στέκια ομοφυλόφιλων (οπωσδήποτε όχι γκέι μπάρ με τη δυτικόφερνη έννοια αλα Χωμενίδη πιχί), ήταν απ' όσο εγώ ξέρω το «Ντόν τέλ μάμα» στη Στρατηγού Καλλάρη, και το... χμ... ξέχασα να πάρει· αυτό απέναντι απ' το «Ντε Φάκτο» στην Παύλου Μελά (ή αν προτιμάτε, απέναντι απ' την παλιά ταβέρνα του Τστιτσάνη).
Τώρα βέβαια τα πράματα έχουν αλλάξει. Έχουμε και Μπουτάρη, έχουμε και γκέι ή γκέι-φρέντλι μπάρ με τ' όνομα...
Ειρωνικά, για κάποιον που στέκεται όρθιος με άχαρο, άκαμπτο ή υπερβολικό τρόπο, λέμε επίσης οτι είναι σά να κατάπιε σπαθί.
Μιά και γίνεται η κουβέντα εκεί, νομίζω πιθανότερο η φράση να πρόκειται για απλοποίηση του της πουτάνας το κάγκελο.
Είναι αγγλισμός ή όχι;
Το to buy something σημαίνει απ' όσο ξέρω δύο πράγματα (εκτός απο την κυριολεξία): (α) χάφτω κάτι, (β) δέχομαι ή συμφωνώ με κάτι. Αυτή η βήτα σημασία είναι πολύ κοντά στη σημασία του ορισμού, νό;
Αυτό πού λέγεται;
Ο κυρ-Σαράντ, στο ιστολόι του, υποστηρίζει αντίθετα πως (παίρνω) τον πούλο < πουλεύω < (γίνομαι) Πουλόπουλος (όνομα παλιού καπελοποιού).
Ώ πώωω!... Εσείς κάνετε δουλειά ρε εδωπέρα! Μπράβο ρε Βράστα.
[χμ... όσο απέχω το σάιτ ανεβαίνει επίπεδα...]
Αλλα μ' άρεσε και γι' άλλο λόγο. Παλιά με κάτι φίλους χοτζίζαμε ανελέητα όποτε βρίσκαμε θύματα, και κάποτε είχαμε εξηγήσει εμβριθέστατα σε μιά κοπελίτσα (άν με διαβάζει ελπίζω να μας συγχωρεί...) οτι το ψάχνω προέρχεται απο το αρχαιοελληνικό επισάχνω, επί και σάχνω, πράγμα που εξηγεί και γιατί ονομάστηκαν έτσι τα ψάρια, τα οποία επισάχνουν για τροφή και τα λοιπά και τα λοιπά...