Μήπως τελικά χρειαζόμαστε ένα τρίτο ορισμό;
Κοίτα ρε, δε φανταζόμουν ότι έχει τόσο βάθος το θέμα...
@Παράδειγμα: Σιγά τα αίματα!
Όπως έχει πει κι ο ποιητής:
[I]
Τώρα θα κάνω έφεση μπας και με βγάλουν όξω,
κακούργα δολοφόνισσα για να σε πετσοκόψω.
Θα σου 'ριχνα πετρέλαιο κι ύστερα να σε κάψω
και μες στο ξεροπήγαδο να πα' να σε πετάξω.
[/I]
(Μ. Βαμβακάρης, «Ισοβίτης»)
Με την έννοια του τελευταίου σχολίου της Ιρονικ δεν το είχα ακούσει. Με την έννοια του λήμματος είναι γνωστό και από άλλα νησιά. Όμως: Αν το καλοσκεφτείτε, σημαίνει κάτι για το οποίο η κοινή νεοελληνική δεν έχει λέξη. Δε σημαίνει «οσφραίνομαι», σημαίνει «μου 'ρχεται μια μυρωδιά». Η διαφορά είναι η ίδια όπως μεταξύ του βλέπω και του κοιτάζω, ή, στα αγγλικά, μεταξύ του hear και του listen -που στα ελληνικά και πάλι δεν υπάρχει, εκτός αν πούμε το listen με σπάνια ρήματα όπως αφουγκράζομαι.
Στην όραση, την ακοή και την όσφρηση μπορεί ένα ερέθισμα να το αντιληφθούμε επειδή έτυχε να πέσει μέσα στο πεδίο μας, ή μπορεί να εστιάσουμε σ' αυτό. Η τυχαία αντίληψη λέγεται: «βλέπω μια εικόνα, ακούω έναν ήχο, ακούω μια μυρωδιά» (πώς αλλιώς να το πεις; «μου μυρίζει», αυτή είναι η εναλλακτική). Η σκόπιμη εστίαση λέγεται κοιάω μια εικόνα, ακούω (ξανά) έναν ήχο, ή αλλιώς αφουγκράζομαι / αφτιάζομαι, μυρίζω / μυρίζομαι / οσφραίνομαι τον αέρα / το φαγητό.
Για τη γεύση και την αφή η γλώσσα μας είναι ακόμη ατελέστερη. Εστίαση στη γεύση = «δοκιμάζω» (τελείως φλου), άντε και το «γεύομαι» που στην πράξη δε χρησιμοποιείται έτσι, τυχαία αντίληψη αφής = «νιώθω», πάλι τελείως φλου. Για τις άλλες δύο περιπτώσεις νιξ.
Καλά, εδώ που τα λέμε τι θεός... Είναι ένας τύπος που θεωρεί ότι, επειδή είναι γραφικός, μπορεί νηποινεί να προσβάλλει τον κόσμο.
Ο Η. Πετρόπουλος, που γενικά δεν τον θεωρώ απόλυτα αξιόπιστο αλλά εν προκειμένω έχει τεκμήρια που φαίνονται πειστικά, λέει ότι ο «Σακαφλιάς» δεν είναι τραγούδι του Τσιτσάνη: ήταν αδέσποτα στιχάκια με τα οποία η «πιάτσα» εθρήνησε το Σακαφλιά, προφανώς αμέσως μετά το φόνο του, και ο Τσιτσάνης τα μάζεψε, τα συγύρισε και τα έκανε συγκεκριμένο τραγούδι με αρχή, μέση και τέλος. Δηλαδή ουσιαστικά είναι δημοτικό, ή μάλλον ένας από τους κρίκους που συνδέουν το δημοτικό με το ρεμπέτικο.
Ανάμεσα στα σκόρπια αυτά στιχάκια, ο Πετρόπουλος παραδίδει και ένα με το όνομα του φονιά:
[I]
Βρε Αντωνίτση κερατά,
συ σκότωσες το Σακαφλιά.[/I]
Τι φοβερή λέξη! Έχει κι ο παπάς εννοιολογικό πλούτο, αλλά φαίνεται ότι κι η παπαδιά δεν πάει πίσω! (Υπάρχει κι ένα πουλί παπαδίτσα.)
Η κυρίως βρωμούσα είναι ένα άλλο έντομο: ίδιο σχήμα, λίγο μεγαλύτερο, γκρίζο. Δεν το βρίσκουμε στα σπίτια αλλά σε πάρκα και κήπους. Πιο σιχαμερή στην όψη. Η φλούο-πράσινη οικιακή μπορεί να βρωμεί αλλά τουλάχιστον βλέπεται.
Λοιπόν, τη βρήκα την αναφορά! Πονηρόσκυλο, όχι, δεν αδικείς τους δημοσιογράφους, αν λάβουμε υπόψη μας ότι τη φράση που αναφέρω την έγραψε no less than ο Ροΐδης. Το ακριβές είναι «ελάχιστα μεν Άγγελος, τα μάλιστα δε Βλάχος». Ο Ροΐδης με το Βλάχο είχαν μία διαφωνία σχετικά με την αξία της σύγχρονής τους ποιητικής παραγωγής, που εξελίχθηκε, μέσω ομιλιών στον «Παρνασσό» και άρθρων, σε κανονικό καβγά.
Αλλά το εντυπωσιακό είναι το πώς τη βρήκα: Αυτό τον καιρό έχω μπει στην κουβέντα, μέσω σχολίων σε δυο-τρία λήμματα, σχετικά με τον Καραγκιόζη, την ιστορία του, τι οφείλεται στον Ευγένιο Σπαθάρη και τι όχι, κλπ.. Με τον πρόσφατο θάνατο του Σπαθάρη το θέμα είναι γενικότερα επίκαιρο. Μικρός είχα διαβάσει πάρα πολλά για τον Καραγκιόζη και είχα δει όλους τους καραγκιοζοπαίχτες που έπαιζαν τότε, αλλά δυστυχώς ελάχιστα θυμάμαι. Έτσι, όταν βρήκα χτες στην είσοδο της πολυκατοικίας μία εφημερίδα με αφιέρωμα στον Καραγκιόζη και στους Σπαθάρηδες, μπήκα στον πειρασμό να την κλέψω. Είναι ο «Μικρός Ρωμηός», που κάποιος γείτονάς μου είναι συνδρομητής. Μια εφημερίδα για την παλιά Αθήνα. Την ξεφύλλισα, και στην τελευταία σελίδα είχε ένα άρθρο σχετικά με τον «Παρνασσό» και την ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής, όπου βρήκα αυτή την ιστορία.
Όλα μπερδεύονται γλυκά!
Επίσης: «Είπε ο χέστης του κλανιά, πίσω τι με βρόμισες».
(Τι = γιατί)
Πάντως, όταν λέμε «χαρές στα σκέλια μας» (ως πρόποση ή απλή ευχή) πάει και για άντρες.
Σ' εμάς γινότανε μ' ένα τρόπο που δεν μπορείς να τον πεις ούτε ράπισμα ούτε τίποτε άλλο από τα γνωστά είδη χτυπημάτων:
[...πώς να το περιγράψω τώρα...]
Να, έχεις την παλάμη με τα δάχτυλα τεντωμένα (χαλαρά τεντωμένα όμως), και όλο μαζί το χέρι, παλάμη και δάχτυλα, ορίζουν ένα επίπεδο κάθετο προς την επιφάνεια της γης. Η κίνηση γίνεται σε μία ευθεία που ανήκει σ' αυτό το επίπεδο, και είναι επίσης κάθετη στην επιφάνεια της γης. Άρα τον κώλο του άλλου παιδιού τον αγγίζουν μόνο τα ακροδάχτυλα, και ίσως λίγο η κόψη του μικρού δάχτυλου.
@Μες: Ναι, γιατί; Και στην Ελλαδία το λένε.
Σάμπως ό,τι λέμε ότι γαμάμε, το έχουμε κιόλας;
Όχι ρε συ Αλείβε, δεν υπάρχει αβλή. Αν κανείς ποτέ το έγραψε έτσι, είναι λάθος και αυτό αποδεικνύεται πολύ εύκολα.
Το αβγό έχει μια λογική. Ας μην την αναλύσουμε εδώ και το παραβαρύνουμε. Θα πω μόνο ότι όσοι διαφωνούν με το αβγό το κάνουν πιο πολύ επειδή δεν ταιριάζει με ό,τι είχαν συνηθίσει τόσα χρόνια, παρά για καθαρά ετυμολογικούς λόγους.
Όσο για την καύλα, θα έλεγα ότι υπάρχει μία γενική τάση προς το να αυξάνεται η συχνότητα χρήσης της λέξης αντιστρόφως ανάλογα προς το μορφωτικό επίπεδο όσων τη βάζουν στα κείμενά τους, οπότε είναι εύλογο να παραποιείται η ορθογραφία της.
Πάντως, διαφωνώ πλήρως με την ερώτηση της Αϊρον: τι θα πει «πώς μας αρέσει»;
Το 2ο μήδι, με κάθε σεβασμό, είναι αριστούργημα. Ποιος είναι αυτός; Ξέρουμε περισσότερα;
Δε συμφωνώ με τη Βάσω. Θα έφτανα μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξω το ακριβώς αντίθετο, αν δε φοβόμουν μήπως χαρακτηριστώ ακραίος.
Λοιπόν. Επ' αυτού, οι πηγές μου, συγκεκριμένα το ετυμολογικό λεξικό της Αρχ. Ελληνικής του Χόφμαν (μτφρ. Α. Παπανικολάου, 1989) συμφωνούν ακριβώς με όσα αναφέρει ο Χανκ ότι λέει ο Μπάμπης. Αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα: ο Μπάμπης σίγουρα θα έχει υπόψη του τον Χόφμαν, και, εξίσου σίγουρα, και άλλες πηγές.
Ο Χόφμαν δεν αναφέρει τις λέξεις που κυρίως μας απασχολούν αυτή τη στιγμή (duch και λοιπά σλαβικά ομόρριζα). Αλλά κι αυτό δε σημαίνει τίποτα: δεν περιμένεις από ένα ετυμολογικό της αρχαίας ελληνικής να έχει όλα τα ομόρριζα σε όλες τις γλώσσες.
Κάποιος κάποτε θα πρέπει να αναλάβει το μεγαλόπνοο έργο ενός αντίστροφου ετυμολογικού λεξικού που, ξεκινώντας από την κάθε ινδοευρωπαϊκή ρίζα, θα καταλήγει σε όλα τα παράγωγα όλων των ΙΕ γλωσσών.
Σαςε νοιάζει;!!
Με πρόλαβε ο Ιωνάς (αμ τι, τζάμπα τον έχουμε προφήτη;).
Αλλά θα το πω: Αυτό το «στη ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ο Jesus» όλα τα λεφτά!!
Καλέ το είπα!
Ωραίο συνώνυμο είναι και η πατζέχρα.
Μεταξύ μάκας και μπίχλας υπάρχει, νομίζω, η εξής λεπτή διαφορά: η μάκα έχει υλική υπόσταση, είναι η λεπτή επίστρωση που ορθώς αναφέρει ο Τόττης, ενώ η μπίχλα είναι μάλλον η κατάσταση βρόμας, η ακαθαρτότητα, η βρομικότητα (...άκαρπες προσπάθειες να βρω την κατάλληλη λέξη...) η μπίχλα τέλος πάντων.
Δε συμφωνώ με το Χανκ: μία αιώνια και (σχετικώς) μη αναστρέψιμη δέσμευση μας αναγκάζει να παίρνουμε κάποια ζητήματα πιο σοβαρά και υπεύθυνα απ' ό,τι αν ξέραμε πως μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη ανά πάσα στιγμή.
Το παράδειγμα είναι γνησίως υπέροχο: κάτι με την υπόθεση, κάτι με τη ζωντάνια του λόγου, κάτι με την ωραιότατη χρήση του ιδιώματος, σχεδόν εδάκρυσα... Μπράβο ρε Carpetbox!
@ICXC: Αυτό το 'χουν πολύ οι Κρητικοί: λένε η χέρα (η χειρ), ο πόδας (ο πους), η κεφαλή, και πολλά άλλα τέτοια. Κάπου είχα διαβάσει ότι αυτό ερμηνεύεται ως τάση του ιδιώματος να αποφεύγει τα υποκοριστικά. Αυτά τα ουδέτερα (χέρι, πόδι, κεφάλι) αρχικώς ήσαν υποκοριστικά των αρσενικών ή θηλυκών λέξεων που χρησιμοποιούνταν στα αρχαία. Αντίστοιχα και η αλυσίδα θα ήταν αρχικά υποκοριστικό της αλύσου.
Ωπ! Τώρα το είδα! Μπαφούσκας; Τι τρελή λέξη είναι αυτή; Αναρτηθήτω αυτίκα δη μάλα!
Καλά, αφού επιμένεις σου την έφερα!
(Μα τι λέτε, παρακαλώ, εσείς πρώτος, όχι παρακαλώ επιμένω...)
Δεν μπορώ να το πληκτρολογήσω κυριλλιστί, αλλά έχουμε:
1. Duch (Ντουχ): Πνεύμα, πνοή, με πολλές και ποικίλες επιμέρους σημασίες (το πνεύμα κάποιου που επικοινωνούμε μαζί του με το τραπεζάκι, το πνεύμα του νόμου, η πνοή, η ανάσα, το κουράγιο κ.ά.)
2. Duchi (Ντουχί, pluralia tantum): άρωμα, κολώνια.
3. Dusha (Ντουshά): ψυχή.
4. Διάφορα παράγωγα της ίδιας ρίζας που, ανεξαρτήτως αν έχουν χ ή sh, συνδέονται είτε με την ψυχή, είτε με το πνεύμα / πνοή / αναπνοή, είτε με το άρωμα.
5. Duchovenstvo (Ντουχοβένστβο): ο κλήρος, το ιερατείο (!!!).
Η σύνδεση του ιερατείου με την έννοια της οσμής, δεν μπορεί να μη μου φέρει στο νου ένα δίστιχο που είχα ακούσει πριν ακόμα μακαριστεί ο μακαριστός:
[I]Ο μακα- ο μακα- ο μακαριότατος,
ο μακαριότατος βρομάει σαν απόπατος.
[/I]
(Τμήμα ενός εκτενούς στιχουργήματος, με Βαβύλη μέσα, Κολοσούσα και σία.)
Όντως πολύ ενδιαφέρον το βίντεο. Ποια είναι αυτή;
Η φύση των όσων λέγει μας βάζει εύλογα σε πειρασμό να τα πιστέψουμε, και να τα πούμε και σε όλους τους φίλους μας στέλνοντάς τους παράλληλα και το βίντεο. Και πιθανόν να είναι στ' αλήθεια αξιόπιστα. Αλλά βέβαια, άμα μάθουμε και το όνομά της, θα έχουμε πιθανώς ένα λόγο παραπάνω να την πιστέψουμε.
Επειδή αυτρό το παλιό λήμμα μόλις τώρα το είδα, θα μου συγχωρήσετε να σας γυρίσω λίγο πίσω στην αρχική συζήτηση για τους ήχους των κόμιξ:
Νομίζω ότι για τα περισσότερα από αυτά τα εφέ τα σπέκια πρέπει να πάνε στους Έλληνες μεταφραστές. Για παράδειγμα: ο βρυχηθμός λιονταριού ή ο ήχος αυτοκινήτου που γκαζώνει είναι «Ροάρ». Στα αγγλικά ήταν απλώς roar, δηλαδή η κανονική λέξη για τον βρυχηθμό, που άλλωστε, με καλή αγγλική προφορά, είναι αρκετά πιστή ηχομίμηση. Ενώ στα ελληνικά το ροάρ δεν παίζεται!
Έτσι και το μούμπλε μούμπλε: στα αγγλικά, mumble σημαίνει «μουρμουρίζω / μουρμουρητό», και πάλι είναι αρκετά πιστή ηχομίμηση. (Και καλά κάνω μμμμμ καθώς σκέφτομαι.) Αλλά Μούμπλε μούμπλε; Τα ρέστα μου!!
Το λυγμ είναι αλλόμορφο του σομπ (sob = λυγμός, σημαίνει και το αντίστοιχο ρήμα [που δεν υπάρχει στα ελληνικά]). Μάλλον το έγραφαν όχι εννοώντας ότι ακούγεται ένα «σομπ», αλλά όπως και στα ελληνικά Αστερίξ γράφουν καμιά φορά «Αναστεναγμός / Βαθύς αναστεναγμός / Βαθύτατος αναστεναγμός». Ενώ το να βλέπεις «σομπ», πολλώ δε μάλλον «λυγμ», σε ελληνικό κείμενο σε οδηγεί σε άλλες σφαίρες!
Πιθανή εξαίρεση το σμπαρακουάκ, που μάλλον έτσι θα ήταν και στ' αγγλικά.
Κλείστε την πόρτα, θα μπούνε κι άλλοι.