#1
Ο ΑΛΛΟΣ

in πάω για τσιγάρα

@Δεύτερο μήδι: Ceci n' est pas une pipe!

Μοιάζει να προέρχεται από κάποια ιστορία. Την ξέρει κάποιος;

Γαμεί το λήμμα! Ιδίως μαζί με τηνπινακοθήκη που ακολουθεί και τις λεζάντες της! Άξιος!

#4
Ο ΑΛΛΟΣ

in ποστίλες

Η ποστίλα του σήμερα είναι πρόδρομος του αυριανού μετα-πόστ.

#5
Ο ΑΛΛΟΣ

in σούπω

Δατς γουοταϊκόλ «Καλός ορισμός»!

Ε, μάνα είναι μόνο μία!

#7
Ο ΑΛΛΟΣ

in πολύ παιδί!

Τι, δεν υπάρχει; Αιδώς Αργείοι!

Νομίζω ότι είναι χαλκιδικιώτικη έκφραση.

Υπάρχει και η γαλλική βρισιά λάιτ et ta soeur = και η αδερφή σου (ή και την αδερφή σου), συντακτικώς εξίσου ξεκρέμαστη.

#10
Ο ΑΛΛΟΣ

in της αρκούδας

Η πρώτη έκφραση αυτού του τύπου που άκουσα ήταν το κρύο της αρκούδας. Αν είναι όντως η πρώτη που βγήκε, τότε η ερμηνεία της δεν είναι δύσκολη. (Και καλά, τόσο κρύο που μόνο οι αρκούδες με τη γούνα τους τη βγάζουν, ή αρκτικό κρύο όπως εκεί που ζουν οι πολικές αρκούδες -και μετά επεκτάθηκε ως γενικότερη επιτατική έκφραση.)

Γαματότατο! Έξοχος ορισμός για ένα λήμμα που λατρεύω!

Λέγανε και «της θειας σου η ντιβανοκασέλα». Επίσης, όλα αυτά παίζουν και με τη γιαγιά. Επιπλέον, και υπαινικτικότερα: «της θειας σου» / «της γιαγιάς σου» άνευ ετέρου προσδιορισμού (π.χ.: Γεια σας! -Της γιαγιάς σας! Και καλά χιουμοράκι.)
Αντίθετα, αν πρόκειται για τη μάνα ή τη μαμά, δεν έχει μπουγαδοκόφινα και υπεκφυγές. Ή μουνί, ή κώλος, ή τίποτα.
«Της μάνας σου το μουνί» είναι μάλλον το αρχικό μοντέλο απ' όπου ξεπήδησαν όλα αυτά. Ήδη από μόνο του είναι πολύ προχώ: της μάνας μου το μουνί τι πράμα; (Δεν υπονοείται «γαμώ», γιατί τότε δε θα λέγαμε «ο κώλος» αλλά «τον κώλο».)
Ωστόσο, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουμε σε μπουγαδοκόφινα και χαλβαδοκούτια, και της θειας σου ο κώλος νέτος - σκέτος είναι κορυφαία βρισιά, με μεγάλη δόση σουρεαλιστικού χιούμορ που ίσως, λόγω συνήθειας, δεν πολυπροσέχουμε.

#13
Ο ΑΛΛΟΣ

in πετσώνω

Ετυμολογική πρόταση:
α) Κωλοπετσωμένος: αντίστοιχο με τα χοντρόπετσος, σκληρόπετσος, ψημένος. Το τομάρι του έχει αργαστεί στις δοκιμασίες της ζωής, δεν είναι κανένας φλώρος με ροζ επιδερμίδα. Τώρα, γιατί ειδικά στον κώλο; Ίσως επειδή δεν μπορείς να τον γαμήσεις [;].
β) Πετσώνω: από το πετσί ως συνεκδοχή για το πέος, βλ. πετσάκιας. Να υπενθυμίσουμε ότι και για την ίδια τη λέξη πούτσος έχει προταθεί η ετυμολογία από το πόσθη = το πετσάκι του πέους. Δε θεωρείται αναμφισβήτητη, αλλά δείχνει ότι η τάση για τη συγκεκριμένη συνεκδοχή υπάρχει.

Όχι από την αγαμία, από τη μαλακία!

#15
Ο ΑΛΛΟΣ

in Φακαντόρο

Μην την κοροϊδεύετε αυτή την καδένα, έχει σκοπό που υπάρχει: για να ξέρουμε σε ποιο σημείο σταματάμε το ξύρισμα!

#16
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπαγιόκο

[I]Δυο μάγκες μες στη φυλακή
τα βάλαν με το διαυθυντή,
τον αέρα να του πάρουν κι ό,τι θέλουν για να κάνουν.

Βάρα μάγκα το μπουζούκι
κι άσε το μαστουρουλούκι,
θέλω η πενιά να κλαίει και τα ντέρτια μου να λέει.

Κι απ' τη φυλακή σα βγω,
μάγκα, θα σου ξηγηθώ.
Θε να ψήσω τη μικρούλα να σ' τα κουβαλάει ούλα.

Θα σου στείλω και μαυράκι
μέσα απ' του Καραϊσκάκη.
Πρόσεξε μην την τσιμπήσουν
και στη Σήμανση την κλείσουν.

Θα σου στείλω, στ' όνομά σου,
τέλια για τον μπαγλαμά σου.
Μη μιλάς και κάνε μώκο,
θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο.[/I]

#17
Ο ΑΛΛΟΣ

in γκαφ

Σόρι, το ξαναπάω:
Πολλά και ωραία συνώνυμα θα βρείτε στα λήμματα μίζα και μαρούλι, το δεύτερο εκ των οποίων είναι και το ίδιο συνώνυμο.

#18
Ο ΑΛΛΟΣ

in γκαφ

Πολλά και ωραία συνώνυμα θα βρείτε στα λήμματα μίζα και μαρούλι, το δεύτερο εκ των οποίων είναι και το ίδιο συνώνυμο.

Λοιπόν, επειδή θίξατε ένα ζήτημα που με κάνει χρόνια να πονώ, χρόνια να υποφέρω, θα σας πω τον προσωπικό μου καημό:
Λεμονίτα δεν είναι τίποτε. Είναι μία ακαλαίσθητη και φτιαχτή λέξη, που αναγράφεται μερικές φορές στα μπουκάλια της λεμονάδας (που διανέμονται φυσικά σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο στην Αθήνα). Στον προφορικό λόγο, τη χρησιμοποιούν αποκλειστικά οι καφετζήδες / σερβιτόροι / περιπτεράδες. Υποθέτω πως η φήμη που υπάρχει στη Θεσσαλονίκη ότι στην Αθήνα ονομάζουμε έτσι τη λεμονάδα, θα ξεκίνησε από κάποιους που ζήτησαν σε αθηναϊκό μαγαζί ή περίπτερο λεμονάδα και ως απάντηση έλαβαν τη διευκρινιστική / διορθωτική ερώτηση «δηλαδή λεμονίτα;». Ε λοιπόν αδέρφια μας του Βορρά, ήρθε η ώρα να μάθετε ότι αυτό συμβαίνει και σε μας τους Αθηναίους, και μάλιστα όλους, σε κάθε περίσταση. Ο μοναδικός τρόπος να αποκτήσεις μία λεμονάδα είναι να διαμειφθεί ο κάτωθι διάλογος:
-...και μία λεμονάδα.
-Λεμονίτα;

Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Κανείς φυσιολογικός άνθρωπος, ούτε καν ο περιπτεράς όταν είναι εκτός υπηρεσίας και ψωνίζει σε άλλο περίπτερο, δε λέει ποτέ «λεμονίτα», και κανείς λεμοναδέμπορος δε δέχεται ποτέ τη λέξη «λεμονάδα» χωρίς να κάνει το ως άνω σχόλιο.

Λέγεται ότι πολύ παλιά, ίσως επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, χρησιμοποιούσαν τη λέξη «λεμονάδα» για τα αναψυκτικά τύπου σπράιτ - σεβενάπ, οπότε έβγαλαν τη λέξη «λεμονίτα» για την κανονική λεμονάδα. Ωστόσο, μιας και δε ζει κανείς που να διασώζει νωπές τις αρχαίες εκείνες μνήμες, η χρήση αυτής της άκομψης και εντελώς περιττής λέξης είναι περιττή και εντελώς άκομψη.

Παρά ταύτα, μόλις ξεσπάσει η γνωστή κόντρα για τις ντοπιολαλιές, πολλοί Αθηναίοι έχουν την τάση να ξεχνούν τη μητρική τους γλώσσα και να υπερασπίζονται με πάθος τη «λεμονίτα» ως ορθότερη, επικαλούμενοι ακόμη και επιχειρήματα όπως «για να την ξεχωρίζουμε από τη στιφτή λεμονάδα» (μη χέσω, αφού στιφτή λεμονάδα δεν πουλάνε πουθενά, μόνο στα σπίτια την κάνουνε), απλώς και μόνο επειδή τους προκάλεσε ένας Βόρειος.

#20
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπούας

Και Μερκούρης Μπούας υπήρχε. Δε νομίζω ότι είναι ηχομιμητικό.

#21
Ο ΑΛΛΟΣ

in κούργιαλος

Έλα ρε μάγκα! Ώστε αυτό σημαίνει!

#22
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπέχο

Καλά, μπέτωσε τελείως το βαθμολογητήρι; Αυτό το μηδέν δεν προέρχεται από μένα, σας το λέω να το ξέρετε γιατί εμένα μου άρεσε ο ορισμός.
(Κι άμα λάχει έμαθα και καινούργια λέξη, όπως βλέπετε τις παίρνω αλφαβητικά.)

#23
Ο ΑΛΛΟΣ

in μακάκας

Να 'σαι καλά. Κι εγώ στο γάμο σου, νερό με τα κόσκινα!
;)

#24
Ο ΑΛΛΟΣ

in ντούγκλα

Σε όσα λέει το Πονηρόσκυλο, έχω να προσθέσω το εξής:

Είναι πιθανόν ο ποιητής να μην είχε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του. Ο «Καπετανάκης» είναι γραμμένος με τεχνοτροπία δημοτικού τραγουδιού. Δεν αποκλείεται μάλιστα να είναι και όντως δημοτικό - άσχετα από τα κρέντιτς. Αποτελείται από δύο δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα:

α) [I]Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη,
τη δόλια τη μανούλα μου την πότισε φαρμάκι[/I].

β) Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα,
... [ο δεύτερος στίχος κόπηκε για λόγους διάρκειας, το πιθανότερο].

Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι κυρίως ειπείν στίχοι, είναι τσακίσματα. Τσάκισμα είναι ένα σύντομο ποιητικό κειμενάκι, από απλό «βρ' αμάν αμάν» μέχρι ένα δίστιχο, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο κυρίως ποιητικό κείμενο του τραγουδιού. Τα τσακίσματα εξυπηρετούν κυρίως τη μουσική, δηλαδή συμπληρώνουν τους στίχους έτσι ώστε να καλύπτουν ολόκληρη τη μελωδική φράση. Η νοηματική τους συνάφεια έρχεται σε δεύτερη μοίρα, και πολλές φορές δεν υπάρχει καν.

Σύντομα διστιχάκια όπως «τα μελιντζανιά / να μην τα βάλεις πια», «πάλι τα 'βαλες / πάλι μας μάρανες», «τα μιλήσαμε / τα συμφωνήσαμε», «δεν ξαναπερνώ / το έρημο στενό», «πάπια του γιαλού / μην αγαπάς αλλού» κλπ., χρησιμοποιούνται ως τσακίσματα σε πλήθος δημοτικά τραγούδια, όπως ο «Κυρ Κωστάκης» που αναφέρθηκε πιο πάνω, ή ως κυρίως στίχοι σε άλλα. Δεν ανήκουν όμως σε κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι, είναι πασπαρτού.

Ο ποιητής, όταν λέει «δεν ξάνακάνω φυλακή... τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε», μας επιτρέπει να εννοήσουμε, αν θέλουμε, ότι ο ήρωας τα συμφώνησε με τον Καπετανάκη να μην ξαναπάει φυλακή, ή ότι τα συμφώνησε με κάποιον άλλο να μην ξαναπάει φυλακή με τον Καπετανάκη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει μια τέτοια ερμηνεία ως μοναδική. Μπορεί κάλλιστα να σημαίνει απλώς «Δεν ξαναπάω φυλακή με τον Καπετανάκη, τραλαλά τραλαλά». Αυτό γίνεται σαφέστερο από το άλλο σημείο όπου ξαναέχει το ίδιο τσάκισμα: Στο «Ξυπνώ και βλέπω σίδερα... τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε», τι να μιλήσεις και τι να συμφωνήσεις;

Οι φράσεις «Που 'χει ντούγκλα το μουστάκι», «Αχ εσύ Καπετανάκη» και «Τα παιδάκια τα καημένα» είναι επίσης τσακίσματα. Εδώ όμως δεν είναι νοηματικώς ανεξάρτητα.

Το σημείο όπου λέει «Τη δόλια τη μανούλα μου την πότισες φαρμάκι / αχ εσύ Καπετανάκη» είναι εξευγενισμένη εκδοχή του «...ρουφιανιά Καπετανάκη». Εκεί όμως έχει παιχτεί το εξής: κανονικά ο στίχος λέει «πότισε», όχι «πότισες», για να στέκει συντακτικά το δίστιχο (αυτό που μένει αν αφαιρέσουμε τα τσακίσματα, βλ. πιο πάνω). Οπότε, ενώ ο αφηγητής μιλούσε για τον Καπετανάκη χωρίς να απευθύνεται σ' αυτόν άμεσα, ξαφνικά αγανακτισμένος αναφωνεί «Ρουφιανιά Καπετανάκη!». Όμως, καθώς το τραγούδι πέρασε μέσα από διάφορα χαλασμένα τηλέφωνα, κάποιος θεώρησε ότι αφού μιλάει στον Καπετανάκη και τον λέει ρουφιανιά, άρα και προηγουμένως σ' αυτόν μίλαγε, και του έλεγε «την πότισες». Δηλαδή, συνάπτει το στίχο «Τη δόλια τη μανούλα μου την πότισε[ς] φαρμάκι» με το τσάκισμα «Ρουφιανιά Καπετανάκη» σαν όλο αυτό να ήταν μία πρόταση, ενώ η σωστή σύναψη είναι να βάλεις τα δύο δεκαπεντασύλλαβα μαζί και τα τσακίσματα χώρια. Όταν, σε περαιτέρω επεξεργασία του κομματιού, το «ρουφιανιά» έγινε «αχ εσύ», το δεύτερο πρόσωπο πότισες έμοιαζε πλέον αναπόφευκτο.

Θα πει βέβαια κανείς ότι δεν υπάρχει σωστό και λάθος σ' ένα τραγούδι που μεταδίδεται προφορικά και που, ως γνήσιο προϊόν μιας ζώσας παράδοσης, συνεχώς εξελίσσεται. Και όμως δεν είναι έτσι. «Την πότισες» είναι λάθος. Αυτή τη διαδικασία ανάλυσης - ερμηνείας των τσακισμάτων, που χρειάστηκα τόσα λόγια για να την περιγράψω, ένας έμπειρος ακροατής δημοτικών τραγουδιών την κάνει αυτόματα και ασυνείδητα, και παρακολουθεί το νόημα των κυρίως στίχων όσο κι αν είναι φορτωμένοι με άπειρα τσακίσματα, διπλώματα, γυρίσματα, οργανικά ενδιάμεσα κλπ.. Θέλω να πω ότι δεν είναι φιλολογίστικη άποψη, είναι ανατομία της πραγματικής σκέψης του ακροατή. Αντίθετα όποιος δεν κατέχει αυτούς τους κώδικες μπερδεύεται, και δε φαντάζεται ότι ένας στίχος συνεχίζει όχι τον αμέσως προηγούμενο αλλά αυτόν που ακούστηκε ενάμιση λεπτό πιο πριν. Ο τραγουδιστής λοιπόν, οφείλει ανυπερθέτως είτε να είναι έμπειρος ακροατής, οπότε χωρίς να χρειάζεται να μάθει το τραγούδι απέξω αυτοσχεδιάζει ανακατεύοντας τα τσακίσματα και ό,τι και να βγάλει είναι πάντα σωστό, είτε, αλλιώς, να επαναλαμβάνει πιστά αυτό ακριβώς που άκουσε χωρίς να το αλλάζει, γιατί ιδού που το χαλάει.

Αν δε σας έπεισα ακόμη, ιδού άλλο ένα παράδειγμα:

[I]Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός, άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει[/I].

Αν δεν ξέρεις να το ακούσεις σωστά, το κάλαντο έχει ένα σωρό προβλήματα:
-πού κολλάει η δεντρολιβανιά;
-πού κολλάει η εκκλησία;
-τι διάολο είναι το θρόνος; Καλά ο θρόνος, αλλά το θρόνος;
-ο Χριστός είναι βέβαια άγιος, αλλά το «πνευματικός» δεν είναι λίγο άγαρμπη λέξη;
-να μας καλοκαρδίσει; Δηλαδή έτσι για να χαρούμε ήρθε στη γη, χωρίς άλλο σοβαρότερο σκοπό;

Τίποτε απ' όλα αυτά. Αφαιρούμε τα τσακίσματα και μας μένει ένα ωραιότατο, σαφές κείμενο σε στρωτό δεκαπεντασύλλαβο στίχο:

[I]Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος,
κι αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη να περπατήσει.[/I]

#25
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπούτζος

Βλ. και εδώ.

#26
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπραχάμι

Προφανώς δεν τα λέω για σένα, Μές!

#27
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπραχάμι

Ουπς! Διόρθωσις: ό,τι είναι αμφιβόλου κλπ.

#28
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπραφ

Ωραία παλιά κλασική αργκό. Νομίζω ότι αρχικά σήμαινε «απόδραση». Σήμερα το λέμε και για τελείως αθώες καταστάσεις, όπου κάποιος ορμά με αποφασιστικότητα, π.χ. «Έχω όλο το χαρτομάνι και σέρνεται μήνες στο γραφείο μου, όλο λέω να κάνω ένα μπραφ να το συγυρίσω».

#29
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπραχάμι

  1. Την έχετε πέσει όλοι στη Λεξιπλάστρια, χωρίς να έχετε πάρει μυρωδιά από το θέμα. Η κοπέλα δεν προέβη αρχικά σε κανένα χαρακτηρισμό των Μπραχαμιωτών: απλώς κατέθεσε ότι έχει ακούσει αυτή τη λέξη, με αυτή την έννοια και αυτή την ερμηνεία.
    Μήπως είστε από κείνους που όταν δεν έχουν δουλειά να κάνουν, λένε «για να βάλω τη γειτονιά μου στο Γκούγκλε να δω μη τυχόν μας πρόσβαλε κανείς να τον σκίσω»;
    Βέβαια βλέπω ότι οι περισσότεροι δεν είστε μέλη, οπότε είναι αμφίβολο αν θα διαβάσετε ποτέ το σχόλιό μου. Αλλά δεν πειράζει, εγώ το είπα.
    Λεξιπλάστρια, μη μασάς.

  2. Άγιος Δημήτριος είναι βέβαια το επίσημο όνομα, αλλά Μπραχάμι είναι το αληθινό. Αυτές οι μετονομασίες είναι νεοελληνικοί κομπλεξισμοί, που έγιναν με σκοπό να απαλείψουν ό,τι δεν είναι αμφιβόλου αισθητικής ή ελληνοχριστιανικότητος, π.χ.:
    Περιοχή Χίλτον - πρώην Βατραχονήσι.
    Άγιος Αρτέμιος (ούτε καν Άγιος Αρτέμης!) - πρώην Γούβα.
    Ίλιον - πρώην Λιόshα
    Πρώτη - πρώην Κιούπκιοϊ
    Ωραιοχώρι - πρώην Χέσοβο (λέμε τώρα)
    κλπ.

#30
Ο ΑΛΛΟΣ

in μπρονξ

Ρε παιδιά, λέμε πια ποτέ «μπρος» ή «εμπρός» στο τηλέφωνο; Σα να μου φαίνεται ότι έχω αιώνες να το ακούσω.