Σημαίνει γαμάω, τονε βάζω, τον ακουμπάω.

Μεταξύ νεοσυλλέκτων :
- Ρε Πέτρο, δεν αντέχω άλλο 2 μήνες κλεισούρα στο στρατόπεδο. Έχω να γαμήσω 2 μήνες και 1 ώρα.
Πέτρος: - Άντε, μεθαύριο βγαίνουμε με άδεια, τράβα να πετσώσεις σε κανά μπουρδέλο να γίνεις αρντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
John Kar

Με βάση τον ορισμό, η λέξη κωλοπετσωμένος (γεροδεμένος) μεταλλάσσεται και αποκτά διαφορετική σημασία (πετσωμένος από τον κώλο).

#2
poniroskylo

Κωλοπετσωμένος γενικά λέγεται ο τετραπέρατος και συγχρόνως ανθεκτικός, ο έμπειρος και σκληροτράχηλος. Η ετυμολογία που προτείνεται έχει και έτσι ενδιαφέρον.

#3
Επισκέπτης

Επειδή χρησιμοποιώ πολύ συχνά τη λέξη «πετσώνω», δε νομίζω να συμφωνώ με το μονοδιάστατο ορισμό σας. Σημαίνει και «βάζω, δίχως ιδιαίτερη τάξη», «χώνω», «τοποθετώ».

#4
vikar

Φίλη ή φίλε σέ, εγγράψου και βάλε τον ορισμό σου, γιατί ντρέπεσαι;

Η (παρ)ετυμολογία του Τζόν Κάρ για το «κωλοπετσωμένος» έχει όντως πλάκα.

#5
Ο ΑΛΛΟΣ

Ετυμολογική πρόταση:
α) Κωλοπετσωμένος: αντίστοιχο με τα χοντρόπετσος, σκληρόπετσος, ψημένος. Το τομάρι του έχει αργαστεί στις δοκιμασίες της ζωής, δεν είναι κανένας φλώρος με ροζ επιδερμίδα. Τώρα, γιατί ειδικά στον κώλο; Ίσως επειδή δεν μπορείς να τον γαμήσεις [;].
β) Πετσώνω: από το πετσί ως συνεκδοχή για το πέος, βλ. πετσάκιας. Να υπενθυμίσουμε ότι και για την ίδια τη λέξη πούτσος έχει προταθεί η ετυμολογία από το πόσθη = το πετσάκι του πέους. Δε θεωρείται αναμφισβήτητη, αλλά δείχνει ότι η τάση για τη συγκεκριμένη συνεκδοχή υπάρχει.

#6
Επισκέπτης

to petswnw isws na exeis sxesi kai me to petswma sta metalla sta karavia, opote exei kai mia epafi me to pritsinwnw ws sinwnumo tou petswnw mia pou to petswma ginetai me pritsinia