Ναι βρε καμάρι μου για όλες αυτές τις ιταλικούρες και τις ισπανικούρες μιλάμε που εμένα μου φαίνονται σαν κινέζικα κι εσένα σ' αρέσουν. Σε τι ακριβώς συμφωνούμε;
Εξαιρετική ανάλυση!
θα με επιτρέψεις όμως κάποιες συμπληρώσεις / διορθώσεις.
Ομιλούμε ασφαλώς για τους γνωστούς και μη εξαιρετέους χειμερινούς κολυμβητές, τους και χειμερινούς εν συντομία λεγόμενους. Λες οτι συχνάζουν στας παραλίας τα καλοκαίρια, η αλήθεια είναι ωστόσο πως όλος ο χρόνος καλοκαίρι είναι γι' αυτούς. Σκυλιά μαύρα είν' οι περισσότεροι απ' αυτούς. Κάνουν σταντέ Πρωτοχρονιά στην παραλjα όπου κόβουν και την πίτα τους. Μέχρι κι όταν είχε χιονίσει (νομίζω πριν κανα τεσσάρι χρόνια) μερικοί από δαύτους είχαν πάει για μπάνιο. Άρρωστοι πραγματικά με την παραλία, θεωρούν πως μετά από τόσα χρόνια που τη νέμονται, τους ανήκει δικαιωματικά, έχουν θεμελιώσει τίτλους ιδιοκτησίας δια χρησικτησίας. Αλίμονό σου έτσι και πας και κάτσεις σε θέση που έχουν καβατζώσει αυτοί. Αν πας να πεις τίποτα, θα σου πουν πως αυτοί έχουν ένα δίκιο παραπάνω, διότι και καλά «φροντίζουν» την παραλία και δεν την αφήνουν να ρημάξει. Κάτι σαν τους κυνηγούς που το παίζουν οι μεγαλύτεροι οικολόγοι. Έχει κανείς την εντύπωση πως οι χειμερινοί έχουν στοιχειώσει τις παραλίες, πως ακόμα κι αν τα τινάξουν, τα φαντάσματά τους θα συνεχίσουν να τριγυρνούν εκεί. Οι χειμερινοί είναι το genius loci της παραλίας, τα προστατευτικά πνεύματά της. Συχνά είναι οργανωμένοι σε συλλόγους. Κάθε παραλία την «νέμονται» συγκεκριμένες ομάδες χειμερινών. Όλες μαζί συγκροτούν μια μικροκοινωνία όπου οι πάντες γνωρίζονται μεταξύ τους και το θάψιμο πάει σύγνεφο. Οι περισσότεροι είναι συνταξιούχες, υπάρχουν όμως και αρκετοί άεργοι μικρο-εισοδηματίες, που εισπράττουν ξερωγώ δυο-τρία ενοικιάκια και τη βγάζουν σπαρτιάτικα όλη μέρα στη θάλασσα.
Η ρακέτα είναι προέκταση του χεριού τους. Εμείς τους λέγαμε ρακετάδες ή ψευδοαγγλιστί raketeers. Η ρακέτα δεν είναι μια απλή απασχόληση, είναι ιδεολογία. Είναι φετίχ. Είναι το σκοτεινό (ενίοτε απ' τη βρόμα) αντικείμενο του πόθου τους. Καθένας έχει δυο-τρεις, όχι μόνο μια. Από το πολύ βάρα-βάρα, το ξύλο της ρακέτας έχει λεπτύνει στη μέση και αναγκάζονται να κολλάν αυτοκόλλητα στο σημείο αυτό ως μπάλωμα. Οι ρακετάδες είναι περήφανοι για το σώμα τους και τη φυσική τους κατάστα. Αντίθετα, όσον αφορά την κοινωνική-επαγγελματική τους υπόσταση, αρκετοί γουστάρουν να το παίζουν παρακμιακοί, πετώντας ατάκες του στυλ «αν δεν ήταν αυτή η πουτάνα η ρακέτα θα είχα κάνει μεγάλα πράματα στη ζωή μου» ή «γι' αυτό έμεινα μαγκούφης, γιατί παντρεύτηκα τη ρακέτα» ή «αυτό εδώ το κωλόπραμα που βλέπεις έχει καταστρέψει κόσμο» κ.α. Οι ρακετάδες είναι μυστήρια τρένα, δεν τους πιάνεις εύκολα. Οι ίδιοι πιστεύουν πως είναι κάτι το ξεχωριστό, πως διαφέρουν απ' τη μάζα που περνάει τη μισή της ζωή στους 4 τοίχους ενός κλιματιζόμενου κωλογραφείου και μετά πάει και ξεραίνεται στην τηλεόρα. Μοιάζουν μεταξύ τους, όμως ο καθένας κουβαλάει τη δική του μούρλα που δε μοιάζει με κανενός άλλου. Εγωκεντρικοί και καυχησιάρηδες, αιώνιοι έφηβοι κι ας πάτησαν τα εβδομήκοντα. Είναι και τζόρες, ζοχαδιάρηδες, οτι και καλά δε σηκώνουν πολλά πολλά. Σπανίως βέβαια εξωθούν τα πράματα στα άκρα. Συνήθως εξαντλούνται σε λεκτικούς διαξιφισμούς και μπινελίκια.
Δεν διαφωνούμε. Αυτό που είπα είναι πως αυτές τις καθημερινές χρήσεις της υπό διαρκή ανάπλαση και δημιουργία γλώσσας, οφείλεις να (κάνεις τουλάστιχον μια προσπάθεια να) θεωρητικοποιήσεις κάπως, να υπαγάγεις, ατελώς αναπόφευκτα, σε κάποιον κανόνα. Αν το παράδειγμα που βρήκες στο νέτι στοιχειοθετεί μια νέα χρήση, αυτό πρέπει να αντανακλάται και στον ορισμό σου. Γενικά μιλάω τώρα, δεν κολλάω στο συγκεκριμένο λήμμα.
Εξαιρετικό λήμμα που αξίζει μιας πληρέστερης και ακριβέστερης πραγμάτευσης.
Η έκφραση απαντάται κατά κανόνα ως πηγαίνω τάπα, όπως δείχνει και το παράδειγμα. Έτσι πρέπει να περαστεί.
Δεν λες και τίποτα για την προέλευσή της. Πάω τάπα σημαίνει έχω ταπώσει το πεντάλ του γκαζιού, το έχω φέρει σε οριζόντια θέση, το έχω σανιδώσει, το έχω φορέσει παντόφλα, το έχω φέρει ένα με το έδαφος, έχω καλύψει με το ποδάρι μου όλη του την επιφάνεια.
Λέγεται.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το οτι ο Μπάμπης περιλαμβάνει στο Λεξικό του μια λαϊκή / αδόκιμη έκφραση, δεν σημαίνει πως αυτή εκπίπτει αυτομάτως στην κατηγορία ceci n'est pas tellement slang. Δεν είναι δλδ δυναμόν να χάνει ένα μέρος της σλανγκικής της εσάνς επειδή καταγράφηκε επισήμως. Αυτό που δείχνει είναι πως η έκφραση μάλλον έχει κάπως μπαγιατέψει, είναι παλιομοδίτικη κι αν την πεις σε 20άρη θα σε κοιτάξει σαν εξωγήινο. Κι αυτό όμως απόλυτο δεν είναι.
Με δυο λόγια. Όταν κάτι το έχει κι ο Μπάμπης, τότε και μόνον τότε έχει κάποιο νόημα να το ανεβάζουμε κι εδώ, όταν έχουμε κάτι ουσιαστικό να προσθέσουμε. Μια άλλη διάσταση να αναδείξουμε. Μια νέα οπτική γωνία. Όχι να αναμασάμε τα ίδια προσθέτοντας σάλτσες. Αν εκλείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, τα πολλά παραδείγματα και οι προσφυγές στην «αυθεντία» του νετ είναι δώρον άδωρον.
Η Μες διαφωνεί μαζί μου άρα όλα σε αυτόν τον κόσμο βαίνουν καλώς και φυσιολογικώς.
Γιατί θεωρείς απαραίτητο να τα μάθουμε όλα αυτά; :Ρ
Χότζα περιμένω με κομμένη την ανάσα το κοινωνιογλωσσικό σου σχόλιο για την Ιταλία (και την Ισπανία αμαλάχει δε μας χαλάει, στις 2 η μία δώρο).
Και το να βγω μ' ένα Καλάμι ΑΚ-47 στην πλατεία συντάγματος και να τους μακελιάσω όλους, κι αυτό πανεύκολο είναι. So what;
Επειδής όμως είμαι άμπαλο στους υπολογιστές, πώς ακριβώς τσεκάρεις - εσύ - τα IP; Και πάλι ειλικρινά και με καλή πίστη.
Σού 'ρχομαι!!!
Οκέικ. Και γω όταν έβλεπα το (κτγμ) στραβό το έλεγα, γι' αυτό βρίσκομαι στη 10η θέση από την 4η. Τεσπα αυτή είναι παλιά κουβέντα και ξινή.
Κάτι άλλο. Γιατί μπαίνεις με δύο λογαριασμούς; Τι αποκομίζεις έτσι; Ειλικρινά ρωτάω, δεν ειρωνεύομαι ούτε κατακρίνω.
Noμίζω εννοούσε αυτό που είπες για τον αυτοκτονημένο, στο παράδειγμα. Βλέπω φίλε κυνηγέ μπήκες γρήγορα στο νόημα του σαϊτός (ή έτσι τουλάστιχον νομίζεις), έχεις καταλάβει ποια ειν' τα καλά παιδιά και ποια ειν' τα αποπαίδια, ποιοι κατούρησαν στο πηγάδι και ποιοι σε χρυσοποίκιλτη χέστρα, ποιοι είναι τα γατιά ποιοι τα σκυλιά και ποιοι τα υπόσκυλα (underdogs). Βαράς και συ το σάκο του μποξ. Καλά είναι, δε λέω. Να σε δω όμως κι αργότερα, με τα μεγάλα κεφάλια τι θα κάνεις, αν τυχον έχεις ποτέ κάποιο προμπλέμο μ' αυτά. Ίδωμεν...
Αφιέρωμα στο παπί είχε κάνει το ΜΟΤΟ και σε παλιότερο τεύχος του, του 1995. Θα ψάξω στο πατάρι να το βρω...
Για τους δελιβεράδες δες καμπαλέρος.
O Kαλοβυρνάς θα ήταν περήφανος για σένα.
Είμαι σίγουρος οτι σε άκουσε. Ναι.
Παίδες μη μπερδεύεστε εκ του μηδενός, ο γκούφης υπάρχει κανονικότατα ως κλασικό προσωνύμιο των ψηλών, άχαρων και ατσούμπαλων, αυτών δηλ. που δν διαθέτουν ιδιαίτερο μυικό τόνο αλλά πάνε κάπως σαν ξεχαρβαλωμένοι. Ένας μπιλντεράς π.χ. απο και κλείεται να είναι γκούφης.
Ωραίο γκατσμανικό λήμμα που δεν είχα προσέξει.
Και πλέον έχω σχεδόν εγκαταλείψει τον αυτοσαρκασμό. Θα κάνω όπως οι γκόμενες, θα αυτοεξυψώνομαι δλδ άμεσα και χωρίς περιστροφές. Πιστεύω ιτς μπέτερ δις γουέη. Αυτή είναι άλλωστε η κανονική μεταμοντερνιά: σου πετάω κατευθείαν στα μούτρα αυτό που έχω να σου πω. Ενώ το να πηγαίνεις μέσω νέας υόρκης και να το παίζεις μετριόφρων και τα σχετικά, είναι αφόρητα μοντερνιστικό και άρα παρωχημένο.
Σωστός. Διαδεδομένο σε μικρές ηλικίες και δη σε κοράσια. Ίσως θα έπρεπε να έχουμε μια κατηγορία «slang που προήλθε από διαφήμιση». Ένα άλλο ωραίο, που λέγεται ακόμη κι ας έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τη σχετική διαφήμιση, είναι το κιτ-κατ = διάλειμμα (από το «κάντε ένα διάλειμμα, κάντε ένα kit kat»). Το κιτ-κατ ήταν τσιγκουλάτα-γκοφρέτα για όποιον δν θυμάται.
- Παίδες, κάντε ένα κιτ-κατ απ' τη μαλακία κι ακούστε με ένα λεπτό.
ΥΓ Κίντερ έκπληξη ήταν κι η Καλομοίρα που είχε ξεπηδήσει από μια τεράστια τούρτα σε παράσταση του Σαββόπουλου. Πιστεύω ως σαββοπουλικός θα το θυμάσαι. Εννοείται μετά το σκηνικό είχαν βγει κάποιοι και διαμαρτυρήθηκαν, στο στυλ «τι σχέση έχει η ευτέλεια του φέιμ στόρυ με την ποιότητα και την ιστορία της ελλ μουσικής που εκπροσωπεί ο σαββό» κλπ. Και τι βρήκε να απαντήσει ο καραγκιόζης: «και ποιον δηλ. θέλατε να βγάλω από την τούρτα, τη Μαρία Φαραντούρη;». Κανέναν ίσως ρε μαλάκα, λέω γω τώρα;;;
Μη φέρνεις στο μυαλό σου τόσο το ρόφημα, όσο το ίδιο το τσάι, το χόρτο, το βοτάνι. Εδώ κι αν ειναι τιραμισού...
Σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν κάνουν τίποτα είναι πολύ καλύτεροι. Σε πολλούς έχει πλισεδιάσει το δέρμα από τη μακρόχρονη έκθεση στον ήλιουρα.