#1
Khan

in λοουμπαπάς

Και λοουμ-πάπας

#2
Khan

in χρυσή βροχή

Κίνκι Σαββόπουλος

#4
Khan

in τσίπρας

Προφητικό άζμα

#5
Khan

in τάκα-τάκα

#6
Khan

in τραβάω την πρίζα

Και σε μια πιο τζαιημσμποντική εκδοχή

#7
Khan

in πατατοφοβία

Επίσης η φοβία ότι ο Κιμ Γιονγκ Ουν θα πατήσει το κουμπί φέρνοντας τη συντέλεια

#8
Khan

in υπονοούμενο

Περιλαμβάνει κάποια λήμματά μας, καίτη αγγλόφωνο

#9
Khan

in λαμπερσέξουαλ

Κρητικαροσέξουαλ ιζ δε γκρηκ λαμπερσέξουαλ

#10
Khan

in μουσαντοπαλικαρότεκνο

Μουσαντοπαλικαρότεκνο και μουσαντοπαλικαροπουρός

#11
Khan

in από τα Λιντλ

#12
Khan

in ινσέψιο

#13
Khan

in πλάκα με κάνεις

#14
Khan

in δεν έχω εικόνα

Σωστά, βλ. και το έχω ήχο αλλα δεν έχω εικόνα.

#17
Khan

in διαστημόβλαχος

#18
Khan

in αερόπιπα

Blowing in the wind

#19
Khan

in βαρουφίτσες

Αντίπαλον πέος στις βαρουθείτσες οι τζιτζιθειές

#20
Khan

in μεϊμαρίτσες

#22
Khan

in κόβω τον κώλο κάποιου

#23
Khan

in κατσαριδοκτόνο

#24
Khan

in χιόνι

#27
Khan

in λοουμπαπάς

Λοουμ-παπάς

#28
Khan

in καμάκι με παπάκι

Μια βελτιωμένη εκδοχή με καλή μηχανή

#29
Khan

in αμένσιοτο

Υπάρχει: μενσιώνω.

#30
Khan

in πορδορούφας

Πολύ ενδιαφέρων και γλαφυρός ορισμός, όντως!

Να συμπληρώσω ότι ως πορδορούφης μπορεί να χαρακτηριστεί και κάποιος που ρουφάει πορδές άλλων, οπότε είναι κάτι σαν κωλογλείφτης, ορντινάντσα, φιλιππινέζα, κόλακας κ.τ.ό. Ο ορισμός του πορδορούφας από το Πονηρόσκυλο πάει νομίζω προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και τα δύο παραδείγματα που βρίσκω στον γούγλη, βασικά το πρώτο, γιατί το δεύτερο είναι μάλλον ένας γενικός αυτοσιχτιριστικός χαρακτηρισμός.

  1. Εξακολουθείς βρε ηλίθιε να είσαι σφουγγοκωλάριος και πορδορούφης του Καρακωλοτούμπα. Στο έχω ξαναπεί ότι ο τύπος είναι ένας τιποτένιος εμποράκος που τον ενδιαφέρει μόνο η προσωπική του άνοδος. (Εδώ).
  2. Είμαι ένα σταλινικό απόβρασμα! Ένα αναρχοσίχαμα! Ένα ξέρασμα του προλεταριάτου που εκπροσωπώ το χώρο του κουμουνισμού & της αριστεράς! Μια χλέπα του ελέους! Ένας πορδορούφης της Αντιφά! Ένα χοντρολιπαρδιάρικο, αγύμναστο, άπλυτο, σπυριάρικο, ψειριασμένο, αλβανοπακιστανοβουλγαροαφγανικό, έκτρωμα! (Εδώ).

Από την άλλη, για το ρούφηγμα της πορδής προς τα πίσω βλ. και κλανορούφι.