ΥΓ. Και ο Μπαμπινιώτης έχει την εκδοχή του ξούρας < ἔξωρος (=ἀκαιρος, ακατάλληλος, εκτός εποχής), οπότε ο ξούρας είναι ο ξεμωραμένος, που προσπαθεί να φαίνεται νέος.
Υ.Γ. Φαίνεται ότι την εμπειρίκειο σλανγκιά χρησιμοποίησε και κάποιος βουλευτής; (Αν κατάλαβα καλά).
Υπενθυμίζω ότι ο Εμπειρίκος ακολουθεί το παράδειγμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Ο αφηγητής του σε άψογη καθαρεύουσα, όμως τα παραθέματα σε ευθύ λόγο είναι συνήθως εξόχως μαλλιαρά. (Νταξ με τις διαφορές ότι στον Παπαδιαμάντη είναι περισσότερο τοπικοί ιδιωματισμοί σκιαθίτικοι και άλλοι ενώ στον Εμπειρίκο σεξοσλανγκιές και ότι ο Εμπειρίκος πολλές φορές βάζει σλανγιωτατισμούς και εντός του ευθέος λόγου, δεν τηρεί τη διχοτόμηση απαρέγκλιτη. Πάντως νομίζω ότι η ειρωνική αντίστιξη μεταξύ άψογης καθαρεύουσας στον αφηγητή και ό,τι να ΄ναι στον ευθύ λόγο που τόσο καλά χειρίστηκε ο Παπαδιαμάντης -και όχι μόνο- επηρέασε τον Εμπειρίκο).
Στω! Επίσης περιγράφει το ίδιο το βαθύ Σύριζα (βλ. 3ο παράδειγμα).
Dry Hammer, ευχαριστώ που μου έλυσες την απορία.
Η γραφή με δύο κάπα μάλλον αφέθηκε γιατί προκύπτει από παρετυμολογική σχέση με το κόκκος, που δεν ευσταθεί.
ΥΓ. Είναι βερύκοκκον στην καθαρεύουσα αλλά στην δημοτική η ορθογραφία έχει απλοποιηθεί σε βερίκοκο. Άλλωστε ετυμολογείται από τα λατινικά κατά μία περίπλοκη ετυμολόγηση για την οποία βλ. το άρθρο του Ν. Σαραντάκου. (Επίσης το peach που έβαλα δεν έχει άμεση σχέση, σημαίνει ροδάκινο, ενώ το βερίκοκο είναι apricot).
Λολ
ΥΓ. Βεβαίως η ησιόδεια υπαρξιακή ερμηνεία θα κατερρίπτετο αν βρισκόταν κάποια λέξη ρομανί προέλευσης που να προσέφερε πειστικότερη ετυμολόγηση...
Και στα αγγλικάνικα με την ίδια σημασία. Σημαίνει επίσης και τις αιμορροίδες.
ΥΓ. Κάπου, στην Λεξιλογία νομίζω, πέτυχα και τον σλανγιωτατισμό (δίκην εμπειρικείου χαριτωμενιάς) σεισοπυγή.
Ναι, και δη ως προπετές μουνέττον, δηλούν την αυθάδειαν με την οποίαν ξεπροβάλλει το μουνέττον καυλόπαιδος.
Προσφιλής λέξη και στον ποιητήν Ανδρέαν τον Εμπειρίκον (Μέγας Ανατολικός κιετς).
Σφύζων τε και σφυρίζων.
Την πάθηση από την οποία πάσχει ο Εμπειρίκος (και ένα μεγάλος μέρος Ιαπώνων, Κορεατών κ.ά. καλλιτεχνών) οι Αγγλικάνοι την ονομάζουν Madonna- whore complex.
Κατά τύχη διαπίστωσα ότι το έχουν και οι αγγλικάνοι στο Urban (από μας τα πήρανε όλα).
Σύνδεσμος μουνακίου και ψωμακίου και στα θα πείς το μουνί μουνάκι, ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας. και στο εμβληματικό μουνί-πρόσφορο.
Και πιο καθαρευουσιάνικα ως πλάκωσις και αἰδοιοπλάκωσις.
The plot thickens! Έχουμε σύγχρονα εμπειρικογραφήματα στο Νέτι, όπως έχουμε και σύγχρονα καλιαρντογραφήματα;
Μάλλον όχι τυχαία το μπινελίκι το εκστομίζει ζηλότυπος νεάνις και ουχί ο ίδιος ο εραστής.
Ως προς τον τονισμό, στον τόμο 4, σ. 260 (λίγο παρακάτω δηλαδή) τονίζεται ως καυλόπουτσα στην προπαραλήγουσα.
Βλ. λ.χ. Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 57: «Ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως, ὁ καυλοπυρέσσων βαρῶνος, ὠθῶν τὴν κεφαλὴν τῆς μικρᾶς πρὸς τὴν ὀγκώδη ψωλήν του, ἀφοῦ περιέφερε μὲ ἔκφρασιν ἀπεριγράπτου λαγνείας, τὸν σφύζοντα καυλόν του ἐπὶ ὁλοκλήρου τοῦ προσώπου της, ἐν τέλει τὸν ἐπίεσε ἐπὶ τοῦ στόματός της».
Εύγε που έχεις βάλει το πόσθων στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων, το ψώλων αντιθέτως φαίνεται ότι είναι πάρα πολύ σπάνιο, δεν φαίνεται να υπάρχει στον Αριστοφάνη λ.χ.
ΥΓ Τώρα που το ξαναβλέπω, στο πρώτο παράδειγμα μάλλον δεν έχουμε μίνιμουμ σαδισμόν, όπως συνήθως στον Εμπειρίκο, αλλά μάξιμουμ σαδισμόν με την ευχή να καεί το πουτανοκόριτσο.
Αγαπημένη λέξη του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου. Βλ. λ.χ. Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 145:
«Ἀκόμη καὶ εἰς τὰ μαλλιά της εἶχαν πέσει μερικαὶ χονδραὶ σταγόνες ψωλοχύματος, ποὺ ἐλεύκαζαν ἐπάνω εἰς τὰς καστανὰς τρίχας τῆς παιδίσκης, ὡς πέταλα γιασεμιοῦ, ἢ ὡς φούλια κοσμοῦντα τὴν κόμην τῆς μικρᾶς κόρης.»
Ο Μπαμπινιώτης το ετυμολογεί: <μπάμπαλο = κουρέλι, πιθανόν < πάμπαλο < αρχαίο: παμπάλαιος.