#1
MXΣ

in πιάνω αράχνες

Μodern Greeks refer to this kind of person as an αραχνομούνα...

#2
MXΣ

in πιάνω

#3
MXΣ

in Αγανακτισμένος Πολίτης

απ'το Σαλό?

#4
MXΣ

in μου αρέσει το ξινό

δες και ξινά

#5
MXΣ

in μου αρέσει το ξινό

Eγώ πάλι νόμιζα πως ήτο ο πεοθηλασμός...

#6
MXΣ

in κουφαίνει

Να σας θυμίσω ότι συνήθως προηγήται η λέξη «φαίνει» σε χαμηλή φωνή. Μόλις ο κάποιος απαντήσει με ένα «ε;», ΄τότε ακολουθεί το του ορισμού... αατα

#7
MXΣ

in πιάνω

#8
MXΣ

in αστάκια

πάντως το καλαμπόκι έχει μουστάκια, τα γνωστά μουστάκια καλαμποκιού είτε σε WD, HD, 1TB, Βlueray ή Pay Pois

#9
MXΣ

in κάνω χάιτζακ

To γνωστό και ως carjacking...

#10
MXΣ

in πιάνω

Α, το καλαμπούρι είναι δηλαδής ότι αποκαλείς τον δόκτωρα, κατσαρόλα;!;

#11
MXΣ

in κομπίνα

@Mes, εγώ πάλι διαβάζω ορισμούς άλλων χρηστών και νομίζω ότι τους έχω γράψει εγώ! Υπάρχουν λέτε και άλλοι σαν εμένα στο site;

#12
MXΣ

in γιουρούκος

#13
MXΣ

in γιουρούκος

Α, το βρήκα: αλαλά και ελελεύ από όπου και ο αλαλαγμός, κ.α.

#14
MXΣ

in γιουρούκος

Aέρα;

#15
MXΣ

in γιουρούκος

'Iσως και το ντου να προέρχεται απ'το doğru (ίσια, κατ'επάνω) που ενώ στα τούρκικα προφέρεται «ντογρού» στα Σαλονικιώτικα, «σπάει» σε «ντουγρού» (όπως και στα αράβικα, «ντούγρι»). Και που να προλάβεις να πεις και το -γρού σε μια μανούρα...Ένα πράμα

#17
MXΣ

in αστοχία υλικού

Αυτό φυσικά συμβαίνει σε όλον τον «ευρύ δημόσιο τομέα»...

#18
MXΣ

in γιουρούκος

Ο Μάρκος είπε κάποτες:
«...Το κουρντίζεις διαφορετικά το μπουζούκι. Από κει που είναι στα ευρωπαϊκά κουρντισμένο, παίρνω και κατεβάζω το ρε το αποπάνω και το μεσαίο, τα κατεβάζω να λένε και τρία τέλια στο μάστορη. Και παίζω γιουρούκικο, δηλαδή βαρύ ζεμπέκικο. Ολ' αυτά που λένε γιουρούκικα, απτάλικα, κωτσέκικα, όλα είναι ζεμπέκικα. Το κωτσέκικο θέλει άλλο κούρντισμα, ξέχωρο από τα γιουρούκικα. Το απτάλικο είναι άλλο νταλαβέρι, τα ζεμπέκικα γιουρούκικα χορεύονται με τον ίδιο τόνο. Είπαμε το ένα είναι ίσο ζεμπέκικο, το άλλο έτσι λίγο παρτσαφλό να πούμε, με περισσότερες πενιές, αλλά το ίδιο. Βέβαια, τώρα αυτά τα μπουζούκια, τα τετράχορδα, δεν μπορούν να τα παίζουν αυτά, μόνο τα τρίχορδα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς...»

#19
MXΣ

in χαϊλές

Πιθανόν από το χάλιας, ή από το Χαιλέ->Σελασιέ->Ράστα->Τζίβες->Μπίχλα

#20
MXΣ

in γιουρούκος

yürümek

#21
MXΣ

in φαν

@Mes, και δεν ξεκολάνε τα άτιμα!

#22
MXΣ

in σιμσιλέ, σεμσελέ

κάτι σε οικογένεια, φυλή, γένος, δηλαδής....

#23
MXΣ

in σιμσιλέ, σεμσελέ

Φενγκ σούι, φίλος!

Άρα, το σόι σόπι συνξυλές επιτέλους ετυμολογείται από το soy, sop και silsile!

#25
MXΣ

in μαλακομαλάκας

δηλαδή του λείπει ένα -λο για να γίνει πεντάκις... ΟΚ, σόρι...

#26
MXΣ

in μαλακομαλάκας

Πάντως, αν και το λήμμα και ορισμός έχουν πάρει τον πέοντα και την α-ποντοδοσία, στον γούγλη δίνει πολλά χιτς... ο tempola, o moles!

#27
MXΣ

in μαλακομαλάκας

@vikar αυτό είναι πεντάκις

@pastitsiotiganito κατά το μανουλομάνουλο;

#28
MXΣ

in Κολωνάκι

που δίνει χιλιάδες παραπομπές στο νέτι χωρίς να έχει λημματογραφηθεί... (patsis πάλι παίζεις με τα τυχαία;)

#29
MXΣ

in Κολωνάκι

Έχουμε το αμφί Κολωνάκα αλλά νομίζω ένα slang λήμμα που θα μπορούσε να υπάρχει είναι το «Koλωνακιώτης»...

#30
MXΣ

in Μπήλιω

Και ο παππούςτης ήτο πους τις