Βρε Ευριπίδη μου, για καλαμπούρι το πήρα κι εγώ! Όντως υπάρχει ένας θυσαυρός στην σεμνή προιστορία του site! Kαι τα τυχαία μας την θυμίζουν! Δεν θα την βάλω σαν νέο ορισμό ως σεβασμό στο klanidi αλλά και επειδή αν το κάνω once θα πρέπει να το κάνω -ουμε συνέχεια! Εκτός κι αν έτερος ενδιαφέρεται, τότε it is copyright free!
'Εγραψες Ιronick! Προτείνω να συμπληρωθεί ο ορισμός με το αυστηρό κωλοδάχτυλο του patsis: είναι all time classic του στρατού!
φίλε Ευριπίδη, μπορεί να είχε πιό πολύ τύχη αν γραφόταν ως:
(Yβριστικό): ο πολύ άσχημος άντρας, σαν να έχει μια ψωλή για μάπα, συνήθως με μεγάλη ή ακανόνιστη μύτη. Σύνθετο από το ψωλή [αρχ. ψωλή γυμνή βάλανος του πέους΄· ψωλ(ή) -άρα] + **μούρη** [μσν. μούρη < ιταλ. (διαλεκτ.) αρσ. murro
μουσούδι΄, πληθ. murri που θεωρήθηκε θηλ. εν.· μούρ(η) -άκλα]. Σχετικά αρχιδομούρης, κλειτοριδομούρης αλλά και αλογομούρης.
Παράδειγμα:
- Tι κοιτάς ρερε ψωλομούρη;
- (γειώση) Σε γαμάω με τα μάτια βρε μπάζο!
Εμείς λέμε κορκόδειλες και αυτούς που χασμουριούνται μέχρι «να σκιστεί ο στόμας τους»...
Από τον Τριανταφυλλίδην:
μπεζερίζω [bezerízo] Ρ2.1α μππ. μπεζερισμένος : (λαϊκότρ.) βαριέμαι κτ. ύστερα από μακροχρόνια χρήση ή εκτέλεση.
[τουρκ. bezer `κουράζομαι΄ -ίζω]
Σε σχέση με αυτό που έγραψε ο μπετατζής, υπάρχει η φράση «κάνω νούμερα», όχι τηλεοπτικά, αλλά κόνξες, θεατρινισμούς, σαλτανάτια, κλπ = «μην μου κάνεις νούμερα εμένανε, γιατί θα γίνουμε κώλος». Μην ξεχνάμε επίσης τα νούμερα, τις υπηρεσίες σκοπιάς. Φυσικά όλα αυτά έχουν ήδη λεξικογραφηθεί σε κυριλέ λεξικά, unfortunately...
Η Χελώνα που ήθελε να πετάξει (Μύθοι του Αισώπου)
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού µια χελώνα, που είχε έναν µεγάλο καηµό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.
- Τι κατάρα είναι αυτή! έλεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας. Σέρνω µέρα και νύχτα αυτό το βαρύ καβούκι και είµαι καρφωµένη πάνω στη γη. Αχ, να 'µουνα κι εγώ ένα πουλάκι, να είχα φτερά και να πετούσα! Πώς ζηλεύω τις πάπιες της αυλής που όταν θέλουν πετούν και βλέπουν τον κόσµο από ψηλά.
Μια µέρα δυο πάπιες άκουσαν το παράπονο της και τη λυπήθηκαν.
- Θέλεις στ' αλήθεια να πετάξεις, κυρα - χελώνα; τη ρώτησαν.
- Αν θέλω; απάντησε η χελώνα.
Από τη χαρά της, η χελώνα, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια.
-Αυτό είναι το πιο µεγάλο µου όνειρο. Να πετάξω µια φορά κι ας πεθάνω! που λέει ο λόγος. Αλλά, πώς;
- Υπάρχει ένας τρόπος, της είπε η µια πάπια. Να δαγκώσεις σφιχτά αυτό το ξύλο, εγώ και η αδελφή µου θα πιάσουµε µε τα ράµφη µας τις δυο άκρες και θα σε πάρουµε µαζί µας.
- Ναι, ναι! φώναξε ενθουσιασµένη η χελώνα. Ωραία ιδέα! Εµπρός, ας µην αργούµε!
Και βιάστηκε να δαγκώσει το ξύλο. Το έπιασαν και οι πάπιες µε τα ράµφη τους, τίναξαν τα φτερά τους και πέταξαν ψηλά, κουβαλώντας τη χελώνα µαζί τους.
Το πόσο χαιρόταν η χελώνα, δε λέγεται! Τι όµορφα ήταν εδώ ψηλά! Επιτέλους είχε πραγµατοποιήσει το µεγάλο όνειρο της! Πετούσε! Όµως, µέθυσε τόσο πολύ από τη χαρά της και για µια στιγµή πίστεψε ότι θα µπορούσε να πετάξει και µόνη της!
Έτσι, η κουτή, άφησε το ξύλο που κρατούσε µε τα δόντια της και, φυσικά, µε το µεγάλο βάρος που είχε, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε.
Ηθικό δίδαγμα: Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι το κάθε πλάσμα πρέπει να είναι ευχαριστημένο με τη μορφή που του έδωσε ο Θεός και να μη ζηλεύει τα άλλα πλάσματα.
Σλανγκικό δίδαγμα: Ήθελε να κάνει την πάπια!
Υπόθεση μεν, αλλά ο Αισίωπος δεν είχε ιστορίες με πάπιες;
και το «ποιούμαι την νήσσαν» από που προέρχεται τότες;
Σόρρυ μεσιέ αυτοκτώ αν το είχουτε κάποτε, αλλά τώρα δεν υπάρχει... Τώρα αν στέκει ή δεν στέκει τι να σε πώ... Άραγε όντως κάποιος παίρνει έναν bic και γράφει κάποιον στ'αρχίδια του;
To «που τραγουδάς» σε διάφορες παραλλαγές ιδίως στο τρίτο ενικό, παλαιότερα, υπονοούσε γυναίκα ελευθερίων ηθών, κονσομασιόν και έτσι...
Κάτι σχετικό με το φάτσα για ραδιόφωνο
Στο χωριό μου πάντως, βγάζω γκόμενα κυρίως σημαίνει έχω σχέση με μια κοπέλα, έχω γκόμενα, αλλά είναι και περιγραφικό του πως... Το χτυπάω πάντως έχει την έννοια του αφήμερου αλλά και του καμακιού, άκρως υποτιμητικό δε, αν το γκόμενα αντικατασταθεί από το γκομενάκι.
Οπότε, συμφωνώ με την ironick.
Θυμάμαι ότι στον στρατό μας λέγανε ότι η καύτρα από το τσιγάρο είναι ορατή από μεγάλη απόσταση, χιλιόμετρο και βάλε, και να μην καπνίζουμε και καλά, για να μην μας δει ο οχτρός και μας την μπουμπουνίσει...
καλό!
Και τσούντσα στα θρακιώτικα (το καλικούτσα έχεισχέση με το χαλικούτις;)
Και όλο προσπαθούσα να θυμηθώ γιατί δεν πρέπει να συνδεόμαι με το slang.gr όταν τρώω... Καλή όρεξη γμτη...
Tεσεκιουρ Hodjas! Κι ο γιός του, Τομπούλογλου;
'Ισως πάλι να προέρχεται από την παπαριά με μεταλλαγή φωνηέντων και μετατόπιση τονισμού ;-)
σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, Μες...
Φίλε Hodjas, ψάξτο λίγο αυτό με τους Σταμπόληδες... Tombul είναι και ο αφράτος, o στρουμπουλός. Στην Θράκη της πιπεριές για γέμισμα τις λέμε και τομπούλικες...
kahpe
vulg.
1. harlot, whore, prostitute.
2. double-crossing; backstabbing.
kahpenin dölü vulg. son of a bitch.
πονάνε ωρέ τα παλληκάρια; (άσχετο...)
@Mes: για να μαθαίνουμε, πως δηλαδή επιρεάστηκαν τα παλιά λήμματα από την αλλαγή του συστήματος βαθμολογίας;