Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη, συνδυάζεται με το ρήμα παίρνω. Εμφανίζεται σε πελοποννησιακές διαλέκτους, ιδιαίτερα στη Μεσσηνία.
- Θα με πάρεις καλικούτσα γιατί κόπηκαν τα πόδια μου;
- Και σου 'λεγα να πάρουμε αυτοκίνητο αλλά δε μ' άκουγες!
Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη, συνδυάζεται με το ρήμα παίρνω. Εμφανίζεται σε πελοποννησιακές διαλέκτους, ιδιαίτερα στη Μεσσηνία.
- Θα με πάρεις καλικούτσα γιατί κόπηκαν τα πόδια μου;
- Και σου 'λεγα να πάρουμε αυτοκίνητο αλλά δε μ' άκουγες!
Σε άλλες γλώσσες: pickaback, piggyback (αγγλικά), huckepack (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
30 comments
HODJAS
Αγγλιστί: Piggy back
Ημαθία: Παίρνω κάποιον α(ν)γκούρκα
Κανένας άλλος μήπως ξέρει σχετικούς ιδιωματισμούς;
Vrastaman
«Ζαλούκα» το αποκαλεί ο εκ ορεινής Αρκαδίας ορμώμενος Vrastapetheros.
Khan
Όταν ολοκληρωθεί όλο το Βραστά-σόι, θα τους βγάλουμε και σε action figures ;P
Galadriel
«Καλιαγκότσα» για την αρβανιτιά.
MXΣ
Και τσούντσα στα θρακιώτικα (το καλικούτσα έχεισχέση με το χαλικούτις;)
euripidisk
Εγώ το ξέρω σαν «καβαλίκι». Άν είναι βοριοελλαδίτικο (είμαι απο σαλόνικα) ή αν το άκουσα απο κάπου αλλού δεν έχω ιδέα...
HODJAS
Πολύ ωραία όλα, ήμουν σίγουρος οτι θα υπήρχαν πάμπολλες εκφράσεις. Η καβαλίκα είναι εύγλωττη.
Η ζαλούκα προφανώς προέρχεται απο την ζαλίκα / ζαλίκι (συνώνυμο της χαμαλίκας = δεμάτι ξύλα με σχοινιά για την πλάτη εξ ου και ρήμα ζαλώνομαι).
Η τσούντσα απο πού προέρχεται;
Η καλ(ι)κούτσα < καλκούτσα < Καλκούττα < την συνήθεια των Εγκλέζων αποικιοκρατών να καβαλάνε τους Ινδούς για να περάσουν κάποιο δύσβατο μονοπάτι (φυσικά μαλακίζομαι)...
Vrastaman
Και εγώ νόμιζα ότι προέρχεται από το γαλλικό «quel cul tu as»...
Επισκέπτης
Το τσούντσα θα το ψάξω, για το άλλο τσέκαρε το χαλικούτης, χαλικουτίζω και θα δείς!
HODJAS
Βράστα: Μερτσί-μπουκλού :-Ρ
ΜΧΣ: (Σαν μπλάγκ) νόμιζα οτι ήταν αρβανίτικο, ενδιαφέρουσα ιδέα, αφού θα μου πείς μαμμελούκους είχαν και στο Μορηά.
Μποθ: Αραπάδες και μαρούλια, βάλε γράμματα χασάπη (για όποιον θυμάται) ;-)
xalikoutis
ζαλίγκα προφέρεται στο Καρπενήσι.
Στα χανιώτικα το λέμε... «λάδια-ξύδια».
HODJAS
Καλώς τον Χάλλεϋ! Χρόνια πολλά!
HODJAS
Ήπειρος: Παίρνω κάποιον γκόch (στην πλάτη).
tryager
Από Μεσσηνία ακόμα είναι και τα «μπορμπόλια, αντέκια» .
- Θα σε πάρω μπορμπόλια (ή αντέκια ή ζαλιά ή στη πλάτη μου).
patsis
Έχω συντάξει τον ορισμό για τα μπομπόλια και, όπως μπορείς να δεις εκεί, δεν έχω καταφέρει να διασταυρώσω ετυμολογία. Μήπως μπορείς να βοηθήσεις; Εκτός και αν μπορμπόλια και μπομπόλια δεν είναι το ίδιο πράμα.
tryager
Για τα μπορμπόλια και όλες τις παραλλαγές τους νομίζω ότι το σχόλιο που έχει ο Μπάμπης στο λήμμα βολβός είναι διαφωτιστικό: « αρχαίος αναδιπλασιασμένος τύπος, που συνδέεται με άλλες ονοματοποιημένες Ι.Ε. λέξεις, οι οποίες δηλώνουν στρογγυλά αντικείμενα, παράβαλε στα λατινικά bulla = φυσαλίδα, στα γαλλικά bulle, στα λιθουανικά burbulas, bulbe = πατάτα και άλλα. Βλέπε και στο σ(β)ώλος.
vikar
Ωραίο λημματάκι που μού 'χε ξεφύγει, και ωραία σχόλια. Εγώ θα το έλεγα απλά καβάλα (τυπικότερα, στους ώμους), κάτι πιό περίεργο δέν θυμάμαι νά 'χω ακούσει.
vikar
'Ντάξει, φαουλάκι, άλλο στους ώμους, άλλο στην πλάτη. Καί τα δύο για καβάλα τά 'χω πάντως. Χμ.
gaidouragathos
Επίσης, παίρνω γκόρτσα, μάλλον απ' το γκότσ, στην Ήπειρο τάκουσα.
earendil_ath
γαϊδουροκαβαλαρίες το λέγαμε παιδιά, αλλά μόνο μέσα στη θάλασσα, όπου ήταν παιχνίδι, προσπαθούσαμε να ρίξουμε κάτω τους άλλους καβαλάρηδες
niyo66
Από φίλους (στις αντίστοιχες περιοχές), έχω ακούσει τα παρακάτω συνώνυμα:
Καρδίτσα: «τζιτζίνα»
Μήλος: «λάδι-ξύδι»
Έδεσσα: «τσοτσόκα»
Καλαμάτα: «γκατσός»
Αγραφα: Ζαλίκα
PUNKELISD
Καλαμάτα : «μπορμπόλια» (εξ όσων ξέρω).
vikar
Όπα, σωστός ο νίγιο για το ζαλίκα. Μάλιστα, άν κι' απ' τ' Άγραφα, είναι καταγεγραμμένο.
vikar
Χμ, τώρα που τα ξαναβλέπω, και ο τράι ανάφερε το ζαλιά, το οποίο μάλλον απ' το ζαλώνω βγαίνει, παρά απ' το ζαλικώνω.
vikar
Στο ομώνυμο λήμμα στις «Λέξεις που χάνονται», αναφέρει ο κυρ-σαράντ και το αγκάνια ώς συνώνυμο. Λέει επίσης, όπως πιο πάνω ο Χόντσας, οτι το καλικούτσα το πήραμε μάλλον απ' τα αλβανικά.
getopian
Καλιακούτσα
vikar
Τί περίεργο πράμα η μνήμιςςς... Ξαναβλέποντας τα σχόλια επάνω, το καβαλίκα θυμήθηκα να τό 'χω ακούσει μικρός.
patsis
Εδώ παίζεις.
:-P
vikar
Μα τό 'χω ακούσει γιατρέ, αλήθεια!...
donmhtsos
Στην Κύθνο λέμε "παίρνω καβάλα", ὅταν παίρνουμε κάποιον στὴν πλάτη (κρατώντας τὰ σκέλη του δίπλα στᾶ πλευρὰ μας) καἰ "παίρνω καρνακάκια", ὅταν παίρνουμε κάποιον (συνήθως παιδὶ) στοὺς ὤμους (μὲ τὰ σκέλη του στοὺς ὤμους μας, ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ λαιμοῦ). Δὲν ξέρω ἄν τὸ "καρνακάκια" ἔχει κάποια σχέση μὲ τὸ λατινογενὲς carne (κρέας, σφάγιο) καὶ τὸν τρόπο μεταφορᾶς του ἤ ἀποτελεῖ παιγνιώδη (;) ἀναγραμματισμὸ τοῦ "κακὸ ἀρνάκι"=>"κακαρνάκι"=> καρνακάκι.