#1
το Λιοντάρι

in μπεζεβέγγης

off topic

Καλέ μου «johnblack» έχεις κι εσύ δίκιο .
Βασικά , έκανα ένα λάθος γράφοντας «τσ» κι όχι «τζ» .
Μετά που πόσταρα δε γινόταν να το διορθώσω .
Δεν σού δίνει τέτοια δυνατότητα το σύστημα .

Ήθελα να πω αυτό ακριβώς που λες κι εσύ , ότι γράφεται με δύο ζήτα .
Όμως τα διπλά «ζ» δίνουν στη λέξη μια προφορά που συχνά μοιάζει με «τζ» επειδή προφέρονται «παχιά» .
Εάν δεν ήταν έτσι τότε δε θα βάζαμε δυο γρμτ «ζήτα» .
< παρεμπιπτόντως , υπάρχει και το επίθετο Ττότης , στη Σαλονίκη έχει και καφε-ζαχ/στείο με το όνομα αυτό , πολύ γνωστό και πολυσύχναστο >
Στα 5 χρόνια που έζησα κι εργάστηκα στην Κύπρο άκουσα πολλές διαφορετικές προφορές τής κυπραίικης διαλέκτου από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό .
< η εργασία μου μ' έστελνε πότε εδώ και πότε εκεί >

Η αναφορά μου στην κρητικη διάλεκτο έχει να κάνει με τ' ότι μοιάζει σε πολλά με την κυπραίικη .
Λέει κι αυτή το «και» ως «τσε» , < «τα ριάλια-ριάλια-ριάλια , τα σελίνια μονά τσε διπλά , τα μονόλιρα πεντόλιρα τσε πούντα .........»>
Έχει διατηρήσει το τελικό «ν» όπου αυτό υπήρχε από πριν,
όπως και στην Κύπρο , προφέρει πολύ συχνά με έντονη χροιά το γράμμα «κάπα»,
κι ένα σωρό άλλες ομοιότητες που μάλλον τις ξέρεις .

Άλλες φορές ακούς το «και» κι ως «τζαι» ή «τζιαι» ,
< εν τζιαι να' ρχόμουνα τζαμέ >
και τελοσπάντων η προφορά δεν αποδίδεται ποτέ σωστά με τα γράμματα , δε μπορείς να τη γράψεις σωστά όπως ακούγεται .

Μάσσαλά φίλε καλέ :-)

#2
το Λιοντάρι

in μπάχαλο

Η λέξη «μπάχαλο» προέκυψε κάπου εκεί στις αρχές τού '70 .
Επειδή είμαι αρκετά μεγάλος το θυμάμαι αυτό .
Τότε σήμαινε μια μπερδεμένη κατάσταση , μια σύγχιση , ή κι έναν τσακωμό .
Λέγαμε : «γίναμε μπάχαλο» , κι εννοούσαμε ότι τσακωθήκαμε άσχημα .
Πιο μετά πήρε να σημαίνει και κάτι το άσχημο που έχει τα χάλια του .
Λέγαμε π.χ :
«πω-πω ρε συ πολύ μπάχαλο αυτή η γυναίκα» .
ή « άσε , έγινε μπάχαλο η όλη κατάσταση » .

Στην πράξη τα ίδια λέμε και τώρα .
Πολλοί <και πολύ> νεαροί σήμερα αποδίδουν στη λέξη κι άλλες δικές τους ερμηνείες οι οποίες όμως δεν είναι σωστές .
Πάντως ποτέ δεν ήταν συσχετισμένη αυτή η λέξη με την ιδεολογία τής Αναρχίας που έχει πίσω της 200 χρόνια ιστορία , με πολλά σπουδαία πρόσωπα και παγκόσμια γνωστά στις τάξεις της .
Ως παράδειγμα ας αναφέρω τον Πιερ Προυντόν , Γάλλο πολιτικό , βουλευτή , φιλόσοφο , σοσιαλιστή στην αρχή που μετά αυτο-χαρακτηρίστικε ως αναρχικός κι από αυτόν ξεκίνησε η όλη ιδεολογία .

Ας μη μπερδεύουμε ιδεολογίες με τις πράξεις κάποιων νεαρών ανεγκέφαλων .

#3
το Λιοντάρι

in μπαφιάζω

Η μεγάλη πλειοψηφία τών λέξεων βγαίνει από ένα ρήμα κι όχι από ένα ουσιαστικό .
Αυτό συμβαίνει σε όλες τις αναπτυγμένες γλώσσες .
Ο λόγος είναι απλός : πρώτα προσέχεις το τι κάνεις εσύ ή τι κάνει ο άλλος κι ύστερα φτιάχνεις μια λέξη γι' αυτό .
Αρκετά αργότερα φτιάχνεις μια λέξη <το ουσιαστικό δλδ> που δηλώνει την πράξη .
π.χ : τρέχω , τρέξιμο γελάω , γέλιο . κλπ .

Άρα το «μπαφιάζω» δε βγαίνει από το «μπάφο» ,
το αντίθετο συμβαίνει .
Στο καθαυτό θέμα τής ετυμολογίας τού «μπαφιάζω» σίγουρα η λέξη προέκυψε από λόγους ηχητικούς .
Το «μπαφ» ακούγεται λεκτικά σαν έκρηξη , λέμε : ξαφνικά έκανε μπαφ η σόμπα .

Άρα «μπαφιάζω» σημαίνει είμαι κοντά στο να εκραγώ .
Συνδέεται άμεσα με την κούραση λόγω φόρτου εργασίας και γενικά με ο,τιδήποτε μάς παρακουράζει ή μάς ζαλίζει .
Άμα είσαι πολύ κουρασμένος από κάτι ζαλίζεσαι , θολώνει ο νους σου , δε μπορείς να σκεφτείς σωστά , και τότε πετιέσαι και λες : μπάφιασα ρε παιδιά , πάω να φύγω .

#4
το Λιοντάρι

in μπεζεβέγγης

Pezevenk , στα Τούρκικα σημαίνει τον ρουφιάνο ,
τον χαφιέ , αυτόν που τα έχει καλά με την εξουσία προδίδοντας τούς δικούς του .
< η προφορά είναι απλή : «πεζεβένκ» >
< στα Τούρκικα το Z προφέρεται ως κανονικό Ζ >
Με τη λέξη αυτή οι Έλληνες στα χρόνια τής τουρκοκρατίας εννοούσαν αυτούς που πρόδιδαν κι έπαιρναν λεφτά .
Ως λέξη πάντως δεν υφίσταται πλέον στα νέα Ελληνικά , κανείς δεν την λέει .

Αλλά μιας κι αναφέρθηκε το κυπριακό παραδοσιακό τραγούδι τού Βιολάρη , ας πούμε εδώ ότι στα κυπραίϊκα η λέξη προφέρεται ως : «πετσεβέγκης» .
Με το «τσ» αρκετά τονισμένο , όπως και στα κρητικά .
Έχω ζήσει χρόνια στην Κύπρο και ξερω .
Το νόημα πάντως παραμένει κι εκεί το ίδιο .
Δηλαδή : μια λέρα ανθρώπου που βγάζει λεφτά με τη ρουφιανιά και την προδοσία όλων .
Επιπρόσθετα έχει και την έννοια τού τσιγγούνη που όλα τα κρύβει σε ένα πουγγί μην τού τα κλέψουνε .
Από εκεί και ο στίχος :
«ο πετσεβέγκης που τα'χει στην πούγγα» .