Τύποτα.
Το ήξερα ότι μπορούσα να βασιστώ.
Το λήμμα είναι για τους φίλους Χότζα και Μπετατζή, διά πάσα χρήσιν όπου δει.
Εμας τον είχανε στείλει επιτοπίως, θεός σχ τον.
Ναι, για να αποσυμφορηθεί λίγο το υπόγειο. Τα στριμώχνουμε να κοιμούνται εκεί τα καημένα από τότε που ήρθε εκείνος ο φουκαράς ο καταμετρητής της ΔΕΗ. Πάντως οι δικαστικοί κλητήρες εκτός από τζάμπα είναι και πολύ θρεπτικοί.
(το μπριγιάν τι το ταΐζετε;)
Εμείς ήμασταν ίδια φάση με τον ξεροσφύρη και τα συμβιβάσαμε με ένα κροκόδειλο και μια αρκούδα (Κουρτ τη λέμε).
Αρκετά παλιό λοιπόν το κόλπο. Διάβαζα για κάτι Σοβιετικούς κατα την πτώση του βερολίνου που μέσα στη λύσσατους για πιώμα ήπιανε βιομηχανικούς διαλύτες και χαιρετήσανε όλοι εντός τριημέρου.
Βλέπω παραπάνω την καταπληκτική, ακαταχώριστη λέξη τσαλμπουράνι. Μου ακούγεται σε φάση πήγαμι στουν γκαφενέ κι γινήκαμι τσαλμπουράν'. Ξέρει κανείς προέλευση, τίποτα;
Εκτός του σκύλου, το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Εντός του σκύλου είναι σκοτάδι και δεν μπορείς να διαβάσεις.
(Γκράουτσο Μάρξ πρέπει νάναι αυτό)
Bidet schön! Για το πρώτο σχόλιό σου στη γιαβουκλού, στα υπόψη ότι τα τούρκικα είναι γενικώς gender neutral γλώσσα. Οπότε σε περίπτωση πχ που ψωνίζεις δώρα πρέπει να ξέρεις ότι ο Τζαφέρ ας πούμε είναι άντρας και η Αϊντάν γυναίκα, άμα μπλέξεις τις καπότες με τις σερβιέτες θα γίνει της πόρνης.
(Βδγ και κττμγ το Aydan είναι ίσως το ωραιότερο τούρκικο γυναικείο όνομα. Σημαίνει: από το φεγγάρι).
Eμένα πάντως παλιός φίλος που είχε σπουδάσει Ρουμανία επί Τσαου μου έλεγε ότι στα Καρπάθια οι βρυκολ... εεε οι βοσκοί όταν τους τέλειωνε η τσούικα παίρνανε ένα καρβέλι, βγάζανε την κόρα γύρω γύρω και χρησιμοποιούσαν την ψίχα ως φίλτρο για το γαλάζιο οινόπνευμα, το οποίο έσταζε κάτω από το ψωμί, το παίρνανε και το πίνανε. Η ψίχα γινότανε μπλε και το συκώτι τους παρελθόν.
To -lık / lik / luk / lük (ανάλογα με την φωνηεντική αρμονία, δες σχόλιό μου στη γιαβουκλού ) σημαίνει γενικώς ιδιότητα. Πχ çabuk = γρήγορα, γρήγορος => çabukluk = γρηγοράδα / dayı = νταής => dayılık = νταηλίκι κλπ. Σχετίζεται με τα επιθήματα le / la που δίνουν την έννοια του μαζί, όπως και με τα lı / li / lu / lü που έχουν τη σημασία της καταγωγής, αλλά και άλλων εννοιών όπως περιεχόμενο. Πχ İstanbullu = Πολίτης / peynir = τυρί => peynirli = αυτό που περιέχει ή είναι φτιαγμένο από τυρί.
Βρε Χάνκοντά μου, κάνε μου τη χάρη και ανέβασε το μουτσουνοτέφτερο, είπαμε, εγώ απογοητεύτηκα, η ζωή μου δεν έχει πιά κανένα νόημα :-)
Ε άει στο γεροδιάολο, μετά το γούγλισα και υπήρχε το γαμημένο. Ας το ανεβάσει καποιος γιατί εγώ απογοητεύτηκα.
Δια του παρόντος κατοχυρώνω τα δικαιώματα επί της λεξιπλασίας μουτσουνοτέφτερο.( Το τσουτσουνο τέφτερο είναι άλλο, για όταν γράφουμε κάποιον στ' αρχίδια μας )
Και η αφεντομουτσουνάρα μου σε παλιότερη
Οι οποίοι Πολίτες, συνειρμικά, τσίκνα ονομάζουν το εντελώς αντίθετο απ' ότι εμείς, δλδ τη μπόχα, τη σκατίλα του καμπινέ (ωραία καλημέρα ρε πστ).
Για τη σημαία το λέγανε αυτό. Και το γρίνα (χωρίς το -κ-) το ακούω συνεχώς από Πολίτισσα. Προφ είναι και χιώτικο.
Αίρε / υπόστειλον που λέγανε και στο ΠΝ.
Που μου θυμίζει ότι τη ναυτική ορολογία βίρα / μάινα τη χρησιμοποιούν και οι κλαρκατζήδες στο ανεβοκατέβασμα των παλετών, προφ λόγω συγχρωτισμού με τον ναυτόκοσμο στα λιμάνια.
Του Τσιτσάνη δεν είναι η Λιτανεία;
Γκαλά, χουάτ ντου γιου ντρίνκ εντ γιού ντόν'τ γκιβ ας; :-)
Ψιλογουγλίζεται και ως μαγιασίλι, < τουρκ. mayasil , και κάπου το αναφέρει και ο Μίσσιος.
Σωστός ο Πάτσμαν. Ξεροσφύρη, για λόγους αρχής δεν βαθμολογώ, αλλά το δείγμα γραφής σου στο σάιτ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Ναι καμάρι μου :-) Η προσφώνηση «καμάρι» παίζει πολύ και Αιτ/νία.
Εδώ η άλλη όψη
Για τους μεταλλάδες δεν μου φαίνεται διόλου απίθανο αυτό εδώ
κ σχόλια.
Εχω να καταγγείλω τη μοίρα μου τη σακατεμένη που με εμπόδιζε μέχρι σήμερα να καταθέσω τα σπέκια μου σε ορισμό κ λήμμα.
Το είχα ψάξει και παλιότερα αλλά γιόκ. Προφ είναι τούρκικο, όλα ταιριάζουν. Αλλά ούτε στα σύγχρονα ούτε στα οθωμανικά βρίσκω κάτι. Θα το ξαναδώ όμως.