Τοξική κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού (τα ζώα ουδέποτε πίνουν ως γνωστόν) στην οποία υποπίπτει ούτος μετά από κατανάλωση άμετρου ποσότητας ξυλοπνεύματος. Το ξυλόπνευμα παράγεται και από την ξηρή απόσταξη του ξύλου όπως αναφέρεται εδώ. Κάθε πότος περιέχει ίχνη ξυλοπνεύματος και επαφίεται στην δεξιοτεχνία του μάστορα πότε και σε ποια ποσότητα θα πέσει στο μπουκάλι μας. Στην καθαρή του μορφή είναι συστατικό πολλών χημικών, διαλυτικών, καυσίμων και τροφίμων σαν υποκατάστατο της αλκοόλης. Η γλυκιά γεύση και η διαφάνειά του το καθιστούν μη ανιχνεύσιμο και ως εκ τούτου ευκόλως προστιθέμενο στα πιόματα με σκοπό τη νοθεία από διάφορους οπορτουνιστές, λαμόγια, κερδοσκόπους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Σε μεγάλες ποσότητες η χρόνια χρήση επιφέρει τύφλωση.

Η λέξη, αναφερόμενη στην εκούσια αλλά φευ παροδική επίδραση της ουσίας στα πάνω πατώματα, αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην ατέρμονη αλυσίδα των εκφράσεων που, σαν μαλακές, γλωσσικές φασκιές, διαφυλάττουν αλώβητη την επιθυμία του έλλογου όντος να κατακερματίσει τα όριά του, να κολυμπήσει, να πνιγεί η ακολουθώντας τον πνευματικό του άνεμο να στρέψει το πανί για τη δική του Γη της Επαγγελίας.

Ο μεθυσμένος πάσχων από έλλειψη πραγματικότητας, μετουσιώνεται στην φρυκτωρία του νου του σε αυτόν που αλήθεια είναι. In vino veritas. Ο έρωτας ανταποδίδεται, ο φόβος και οι συμβάσεις καταργούνται. Το αλκοόλ ρέοντας στα πιο βαθειά αυλάκια του εγκεφάλου θα εκμαιεύσει δια διηθήσεως την απάντηση στην αιώνια απορία μπρος στο απελπιστικά εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό και είναι άρρηκτα δεμένο με τον άνθρωπο, το γέλιο του, το κλάμα του το τελικό ναυάγιο.

Και καμία σχέση ο Βάκχος βεβαίως-βεβαίως. Ο Διόνυσος είναι η ελληνική μετάφραση του Βάκχου όπως η νταρντανομούνα είναι η ελληνική μετάφραση της παρενδυσίας. Οι μαινάδες που πίνοντας μόνο γάλα «κάραν πάλλουσι» και κραδαίνοντας εγχειρίδια και φίδουλες σκαρφαλώνουν ξυπόλυτες τα βουνά, που με τα χέρια ξεσκίζουν θηρία κ ανθρώπους, καταβροχθίζοντας και πετώντας τα κομμάτια στη γη, αυτές που με νυκτιπολίες στο τέλος του χειμώνα λυμαίνονται τους αγρούς καλώντας τους νέους χυμούς ν’ ανεβούν και να γονιμοποιήσουν το χώμα γι’ άλλη μια φορά, ουδεμία σχέση έχουν με διάφορα αναγώγια και καταγώγια όπου γίνεται φάση. Ίσως μια φευγαλέα πνοή τους φτάνει σε μας σήμερα σαν Αναστενάρια. Ιδού και ο εκφραστικός πλούτος που συλλέχτηκε σ’ αυτό το μέρος που ώρες - ώρες η εικονική πραγματικότητα είναι πιο πραγματική από την πραγματική πραγματικότητα και επιπροσθέτως, εξόχως απενοχοποιητική.

Assist: ένας φίλο από το διπλανό τραπέζιμεγάλε α γειά σου χίκ!).

Βλέπε: αλκοόλα, Άλκης, Άλκηστις, αλάμπαρση,έμτυ φιούελ, είμαι κομμάτια, ζάντα, ζαμπόν, γίνομαι Γκόγκολ, γκαργκάνιασμα, γίνομαι γκολ, γίνομαι κουδούνι, γκρούγιος, κροκόδειλος, γίνομαι κώλος, γίνομαι χημείο, γκούμπριτος, καύσιμα, κουρούμπελο, κωλοτρυπίδι, ξίδια, κόκκαλο, κοκαλίγκα, τα κοπανάω, κουνουπίδια, κουστώ, κρασίς, κρασοπατινάδα, κρασοκατάνυξη, κραιπαλιάζω, λιώμα, λιάρδα, λιώσιμο, λυώνω, λιωσμάρα, λικερώνομαι, λιόστ, λιουμίδης, μεθυσμενάκι, μπέκρα, μπέβα, μπεκρίλα, μπεκροκανάτα, μπεκρόχεσα, Μπομπ Ντίρλαν, Μπυρακλής, μπυρούζο, μπυρόβιος, μπυρουέτες, ντίρλα, ντέφι, νεροχύτης, οινόπνευμα, Ορέστης Μακρής, ούζερ, πατημένος, πίνω τον κώλο μου, πίτα, πιώμα, ποτάκιας, πότης της ασφάλτου, πετρέλαιο, πλακάκι, ρούκουνας, σούρα, στρακόττο, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, την πίνω, τσικουδόχοιρος, τάπα, τζάλα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τα τσούζω, Τζακ ο αντεροβγάλτης, τύφλα, υγρόν πύρ, φορτωμένος, φιλτιμπίνι, φέσι, φέτες, φτιάχνω-ομαι, φυσέκι, χαϊντιρλάντερ, χάλια, χαλιέμαι, Χανγκάιβερ, χώμα

Ο Μήτσος και ο Τάκης κουτσοπίνουνε στο μπαράκι της Μπουμπούκας τα σχετικά Λιώσε Κουέρβο, Θήβας Ρίγκαλ, Kαυτή Σάρκα κ.τ.λ. Στο σβήσιμο πάνε μέσα από το πάρκο ρομαντικά, άντε και για κανένα τυχερό και άξαφνα ο Τάκης σκοντάφτει στο ποτιστήρι του γκαζόν, πέφτει πάνω σε κάτι πέτρες και σπάει ό,τι προεξέχει: μύτη, δυο δόντια, τρία δάχτυλα. Την άλλη μέρα, μετά την ανάταξη ο Τάκης κατάλαβε. - Μητσάρα, εγώ δεν ήπια απλώς, εγώ έπαθα ξυλοπνευματίαση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Τί λές τώρα !!!

#2
dryhammer

Το ξυλόπνευμα βγαίνει (και) από το ξύλο και είναι (χημικά) η μεθανόλη, που με προσθήκη χρώματος και αρώματος για να ξεχωρίζει και να μην πίνεται, γίνεται το γνωστό μπλέ φωτιστικό οινόπνευμα. Το πόσιμο οινόπνευμα που ξέρουμε είναι η αιθανόλη. (Για να μήν το κουράζω με χημεία όποιος θέλει παραπάνω τα βρίσκει) Καθαρή αιθανόλη 95% έχουν και τα σουπερμάρκετ, το «άσπρο» οινόπνευμα, που επειδή μπορεί να πιωθεί, φορολογείται σαν ποτό και γι αυτό και η τιμή του.
Μεθανόλη μπορεί να προκύψει και φυσικά καθώς στα διάφορα τσιπουρα, ρακές, σούμες, κλπ ζυμώνωνται και ξυλώδη τμήματα του «φρούτου» (τσάμπουρα, φλοιοί, άνάλογα) από τα οποία προκύπτει και μεθανόλη. Το ποσοστο είναι μικρό. Εκεί που φαίνεται άν έχει παραπάνω (χωρίς να μιλάμε για νοθεία) είναι στο μεθύσι του κάθε ποτού, αν δηλαδή θα γίνεις ωραίος ή αν θα «χεστείς απάνω σου». Αν το ποτό του μπαρμπα-τέτοιου σε φέρει σε σημείο «να πάθεις το θάνατο της αλεπούς» (δεν λέμε με ένα δυό ποτηράκια) τότε έχει παραπάνω μεθανόλη.

«- Δυνατό φαίνεται. Τί είναι;
- Άστο. Τέτοιο πίνουν οι χωριάτες και μετά γαμάν τις κόρες τους»

#3
Galadriel

Συνάδερφε με μπέρδεψες και το ψαξα στην βικούλα, το φωτιστικό οινόπνευμα λέει είναι αιθανόλη με μπλε χρώμα και πετρέλαιο για να βρωμάει και να μάθετε να μην το πίνετε, άντε στην καλύτερη να κόψετε και καμια βεντούζα. Η μεθανόλη - ξυλόπνευμα από την άλλη είναι εξαιρετικής τοξικότητας φτούκακα και δεν ξεχωρίζει γενικώς από το όμορφο και διασκεδαστικό αλκοόλ, εξ ου και ο μπονογκέβαλος χικ.

#4
deinosavros

Eμένα πάντως παλιός φίλος που είχε σπουδάσει Ρουμανία επί Τσαου μου έλεγε ότι στα Καρπάθια οι βρυκολ... εεε οι βοσκοί όταν τους τέλειωνε η τσούικα παίρνανε ένα καρβέλι, βγάζανε την κόρα γύρω γύρω και χρησιμοποιούσαν την ψίχα ως φίλτρο για το γαλάζιο οινόπνευμα, το οποίο έσταζε κάτω από το ψωμί, το παίρνανε και το πίνανε. Η ψίχα γινότανε μπλε και το συκώτι τους παρελθόν.

#5
dryhammer

@ Gal: Τον καιρό μου μας μάθαιναν ότι το μπλέ είναι μετουσιωμένη μεθανόλη. Τώρα που μ΄έβαλες και τό ξανάψαξα είδα οτι όντως είναι αιθανόλη μέ χρώμα και πετρέλαιο. Μάλλον υπάρχει θέμα νομοθεσίας για να μη δουλευεται καθόλου μεθανόλη στο εμπόριο. Επιπλέον όταν χρειάστηκε μεθανόλη για μετουσίωση οινοπνεύματος στην παραγωγή οργανικών καλλυντικών, οι εμποροι κλπ αλκοόλης δεν είχαν και παραγγέλθηκε από εισαγωγέα χημικών σε φιάλες του 1 λίτρου.

@ Deino: Ένα τέτοιο τρόπο χρησιμοποιούσαν οι τελειωμένοι επί Μεταξά στο στρατό για να καθαρίζουν το βάμμα ιωδίου από το ιώδιο και να πίνουν το οινόπνευμα που ήταν και καθαρό, στη λογική οτι το άμυλο κατακρατεί το ιώδιο (και βαφεται μωβ). Επίσης με πατάτα για φίλτρο. (Ο πατέρας μου υπηρέτησε '36- '39 σε λόχο ανεπιθύμητων όπου ο Μεταξάς έστελνε φαντάρους ποινικούς, ρεμπέτες και άλλους. Εκεί είχε δει την πατέντα αυτή. Btw οι 9 στους 10 πέθαναν στην Αλβανία γιατί δεν άντεξαν τις συνθήκες)

#6
deinosavros

Αρκετά παλιό λοιπόν το κόλπο. Διάβαζα για κάτι Σοβιετικούς κατα την πτώση του βερολίνου που μέσα στη λύσσατους για πιώμα ήπιανε βιομηχανικούς διαλύτες και χαιρετήσανε όλοι εντός τριημέρου.
Βλέπω παραπάνω την καταπληκτική, ακαταχώριστη λέξη τσαλμπουράνι. Μου ακούγεται σε φάση πήγαμι στουν γκαφενέ κι γινήκαμι τσαλμπουράν'. Ξέρει κανείς προέλευση, τίποτα;