Πωλείται τάφος κομπλέ με ζαρτιέρες, τιμή συζητήσιμη.
Πρόκειται περί χυδαίου και απαράδεκτου ισπανισμού: pasarlo pipa.
Εύγε, δακρύβρεκτε Δακρυτζίκο !
Αυτό το έχω διαβάσει ως τούρκικη βρισιά.
Mezarını sikeyim = να του γαμήσω τον τάφο, γαμώ τον τάφο του.
Θξ Χαν. Το βρήκα και το παραθέτω από το «Ζ» του Β. Βασιλικού (1966). Αν υπάρχει κάπου παλιότερη χρήση του όρου, ας την παραθέσει όποιος την έχει.
Πολλοί απ' αυτούς έρχονταν κατ ευθείαν από την «Κατακόμβη», όπου, απ' τις εφημερίδες, ξέραν ότι θα γινόταν απόψε η συγκέντρωση. Φτάνοντας όμως εκεί, διάβαζαν την ξεσκισμένη ανακοίνωση για την αλλαγή του τόπου, κι έπαιρναν χωρίς ανησυχία τον δρόμο για δω. Η απόσταση άλλωστε δεν είναι παραπάνω από δυό τετράγωνα. Κι όταν βλέπαν τους «αγανακτισμένους πολίτες», παρέα με τους χωροφύλακες, να τους αποδοκιμάζουν, να τους βρίζουν, να τους περιγελούν, ακόμα και να τους ξυλοφορτώνουν, απ' τον βαθμό που τους ενοχλούσε αυτή η συγκέντρωση καταλαβαίναν πόσο απαραίτητη ήταν.
Αντε πάλι.....Εχω την εντύπωση ότι αν ξαναδιαβάσουμε το «Ζ» του Βασιλικού (πάνε πολλά-πολλά χρόνια...) θα βρούμε εκεί μέσα εν σπέρματι την περιγραφή των Α.Π., ίσως και τον ίδιο τον όρο.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΩ την αυθαιρεσία των μοντουλαίων που υποχρεώνουν τις φυλακισμένες μωρομάνες σε δίαιτα.
Αμα δε σας αρέσει κυρία μου, να θέσετε εαυτόν εκτός λήμματος :-P
Να συμπληρώσω ότι ο κύριος πολιτικός φορέας των Α.Π. της εποχής ήταν η ΕΠΕΝ. Εκανα κι έναν περίεργο συνειρμό. Επί πρώιμου ΠΑΣΟΚ ήταν που ξεθάφτηκε ο όρος «αγανακτισμένοι πολίτες» από τη δεκαετία του '60.
Από το ύστερο ΠΑΣΟΚ του σήμερα αναβίωσαν οι εμφυλιοπολεμικοί και λίγο κατοπινοί όροι «περιεφέρετο ασκόπως» και «εχθροπάθεια». Ρε λες να;..........
Για μιά ιστορική αναδρομή, δείτε και εδώ
Με τα σβησμένα σχόλια κάπου έχω χαθεί και δε βγάζω ακριβές συμπέρασμα, οπότε θα καταθέσω από μνήμης ως εικοσάχρονος του 1985. Μιλώντας για τα χρόνια μετά το 81, ήταν πάνω κάτω η εποχή που πρωτοέσκασαν μύτη οι Α.Π. με ξεκάθαρο προφίλ ακροδεξιών παρακρατικών συνεργατών των ΜΑΤ και ΜΕΑ. (Χωρίς να έχω ζήσει την εποχή, νομίζω ότι οι πρώτοι «αγανακτισμένοι πολίτες» με τον ίδιο παρακρατικό ρόλο εμφανίστηκαν στα Ιουλιανά του 65).
Μιλάμε λοιπόν για την εποχή των καταλήψεων και οδομαχιών σε Νομική, Χημείο κλπ επί Αρκουδέα. Η βάσιμη, αλλά καθυστερημένη εκτίμηση είναι ότι εκείνη την εποχή άρχισε να στήνεται το πασοκικό ακροδεξιό παρακράτος στην αστυνομία (λογικό ακούγεται, περίπου 3 χρόνια μετά την άνοδό του στην εξουσία, χρόνος απαραίτητος για να κατανοηθεί, να χαρτογραφηθεί και να αλωθεί ο σχετικός μηχανισμός).
Τους θυμάμαι προσωπικά να συμπράττουν με ασφαλίτες, μεατζήδες και ματατζήδες΄ λίγο πριν το Χημείο του 85 είχαμε πλακωθεί στη Νομική σε στυλ πολιορκίας, όπου μας φώναζαν «από πού θα φύγετε» και τους απαντάγαμε είτε «από κει που ήρθαμε» είτε «το μουνί της μάνας σας» :-)
Ο όρος Α.Π. τότε ήταν που πρωτοέσκασε μεταπολιτευτικά, απ όσο θυμάμαι, σε ευρύτερη χρήση. Κάνοντας τώρα το νοητό άλμα στο σήμερα, δυό τρία χρόνια πριν, ο Χρυσοχοΐδης είχε δηλώσει ότι έχει δύο ανοιχτά μέτωπα, με τον νεοναζισμό και με την τρομοκρατία. Μιλάμε βεβαίως για την εποχή που ήδη ήταν γνωστό από κάποια χρόνια ότι η χρυσαυγή σάρωνε στις τάξεις των ματατζήδων. Παναπεί, η δήλωση Χ. ήταν το ξεκάρφωμα σε όλο του το μεγαλείο, κουτόχορτο για τα βόδια του πασοκιστάν...Το παρακράτος τους είχε προ πολλού εδραιωθεί και θεριέψει, γράφοντας στ' αρχίδια του το οποιοδήποτε (συχνό) ξεμπρόστιασμα.
Οι χρυσαύγουλοι είναι ήδη στους δρόμους και στη βουλή, και δεν μπορούμε πιά να μιλάμε για ψήφο άγνοιας, μούντζας ή γαμώτο. Άσχετα με το αν θα επιβιώσουν στην πιάτσα ή στη βουλή, μιλάμε για την επίσημη πιά εδραίωση του εκφασισμού της κοινωνίας.
Η συνέχεια επί της οθόνης (= σεντονιού) του νεκροτομείου...
Σπασίμπα. Οπότε αυτό που διάβασα είχε μάλλον την έννοια του παπάρα.
@ Iron : Κάπου διάβαζα ότι στα ρώσικα χρεν εκτός από το φυτό σημαίνει και μαλάκας. Για ψάχτο, αληθεύει; Μη βαριέσαι, λεξικό της ρώσικης αργκό φτιάχνουμε εδωχάμω :-P
(Μην πίνεις άλλο. Παραπάτ'σις)
(Ρε συ, εδώ έχω εκδόσει κοτζάμ ραπανάκι αλέρτ, προσπαθώ να διώξω κόσμο απ' το λήμμα και συ μου λες να φέρω κι άλλους ; Στην τελική τι μου έχει κάνει ο πάτσις, μιά χαρά παιδί είναι)
(καλά, εκείνος που μούγκριζε με κυπριακή προφορά στο υπόγειο τι έγινε, Ιστγουντ, Αλκατράζ κι ετς ;)
Ακριβώς. Αφού δεν είσαι μοιχαλίδα, κάντηνα που σού λέω σβέλτα πριν σκάσει μύτη ο μουχουσούς με το λήμμα ανά χείρας...
Γκαλά, είμαι δεινόσαυρος. Πήγα σχολείο πριν την εφεύρεση της φωτοσύνθεσης :-)
[I](Και πού 'σαι, Βικ ; Αλλη φορά να προσέχεις τι ζαρζαβάτια απαιτείς. Τα αγγούρια έχουν το όνομα μόνο...
Ανέβασε τώρα καμιά αρχαία σλανγκιά. Υλικό σου 'δωσα.)[/I]
Αστο καλύτερα, άλλη φορά. Τη γκάνω τώρα γιατί έρχεται ο μουχουσούς με τα ραπανάκια.
Και το πόδι μου είναι βαρύ (ιδιαιτέρως πριν το ετήσιο πλύσιμο).
Πάω να φέρω τις μπαγκέτες...ή μήπως προτιμάς τα μπιφτέκια σόγιας;
Εξαρτάται από το casting.
(Κανονικά τώρα θα έγραφα επί του θέματος, αλλά με κρανίωσε ο μουχουσούς).
Τι λες μωρέ αμαρτωλέ, μιά χαρά ησυχία και γαλήνη είχαμε πάνω που σουρούπωνε, και ξάφνικαλjυ πετάγονται οι κιθάρες τίγκα στην παραμόρφα, οχετός μιλάμε, σα να ρεύεται ο Μιχαλολιάκος ένα πράμα, και κάτι βοθριλέ φωνάρες «σκατά όλα», «Μπουρδέλο», «γαμήστε τους όλους», «όξω πούστηδοι». Ωρε μάνα μου... εσύ κι αν είσαι μερακλής.
Μπα, εμάς μας σέρβιρε μπιφτέκια σόγιας. Οι μπαγκέτες πονάνε πιό πολύ ; :-)
Πω πω Βικάριε τι μου θύμησες...
Αυτοί ήσαντε το 91 στη Γαύδο που είχανε νοικιάσει και δουλεύανε ένα ταβερνάκι, και κάθε σούρουπο, πάνω που γλύκαινε η ατιμόσφαιρα κι έπαιρνε χρώματα το σύμπαν, βάζανε στη διαπασών την αντεργκράουντ βαβούρα της Σαλονίκης και μας κάνανε τα νεύρα κρόσια...
Δε γκζέρω, σόρι κιόλας άμα έχεις και τίποτις γνωριμίες με τα άτομα, αλλά προσωπικά είχα γίνει αγανακτισμένος πολίτης με τη φάση...
Ιππεύσιμος
Κώλος
Ειδικός
Αποστραγγίσεων
Απ' όσο μου κόβει πάντως, ο όρος έπαιζε τουλάστιχον Σαλονίκη και Κρήτη από 90 και μετά. Γιατί Αθήνα 80+ δεν το λέγαμε.
Ελα, να, το συντομότερο ανέκδοτο : IKEA :-P
Θα τους φτιάξω εγώ αυτούς τους τουρκοπαπάδες...μήπως δεν με επροίκισε η Φύσις με θηριώδεις γρόνθους ;
Με δεδομένο το απίστευτο καυλί που έπεται, μήπως Καυλοράπανος ;
Και, κατά Βιτσέντζο Κορνάρο
Στην κεφαλή είχε ολόμαυρο το Χάρο με δραπάνι
και με το αίμα γράμματα κι όχι με το μελάνι
κι ελέγαν «όποιος με θωρεί ας τρέμει κι ας φοβάται
και το σπαθί όπου βαστώ κιανένα δε λυπάται»