ποπ-κόρν μυρίζει, ο κώλος σου σφυρίζει...
Pogo In Togo - United Balls (1980)
Chaos in Laos - drums in the slums
no more bango in Kongo but pogo in Togo.
Samba in Uganda
samba in Uganda -
pogo in Togo
pogo in Togo -
Coca-Cola in Angola
Coca-Cola in Angola.
Chaos in Laos - drums in the slums
aruba in Kuba
hey
only banana in Ghana.
Samba in Uganda
samba in Uganda -
pogo in Togo
pogo in Togo -
Coca-Cola in Angola
Coca-Cola in Angola.
And pogo
pogo in Togo
pogo in Togo
Coca-Cola in Angola
Coca-Cola in Angola and pogo -
pogo in Togo
pogo in Togo -
Coca-Cola in Angola
Coca-Cola in Angola
Coca-Cola in Angola.
Στα mid '70s (που ήταν της μοδός οι πλατφόρμες για 2η φορά, γιατί στα late '00s είναι η 3η) λεγόταν μονοκατοικίες. Κάποιο διάστημα υπήξρξαν και παραλλαγές με κενά ανάμεσα στα στρώματα του τεράστιου φελένιου (για λόγους βάρους) όγκου που κλήθηκαν πολυκατοικίες. 'Ετυμο άγνωστο.
Επιβεβαιώνω τους ορισμους και την ετυμολογία του deino, αλλά τώρα που οι σιψάντηδες είναι πιό οργανωμένοι, οι πιτσικόμηδες είναι περισσότερο στην εξυπηρέτηση των ναυτικών παρά των πλοίων. Σαν χαρακτηρισμός είναι μειωτικός, γιατί παραπέμπει σε άτομα που μετέρχονται διαφόρων μικροεξυπηρετήσεων έναντι αμοιβής ή ποσοστού. Η κάστα περιγράφεται γενικά ως πιτσικομαρία. Από την άλλη είναι εξυπηρετικοί, ειδικά σέ μυστήρια μέρη γιατί ξέρουν και μπορούν να σου βρούν τά πάντα (από μπαταρία για το ρολόι μέχρι πού γαμάνε κώλο).
Άλλη ομάδα εμπορευομένων με το πλοίο ειναι οι μικροέμποροι (ή/και μικρολαθρέμποροι) που σε κάποια λιμάνια, στον Παναμά, στή ράδα, ανεβαίνουν και στήνουν «πάγκο» πάνω στο βαπόρι οι λεγόμενοι μπομπότηδες. Καποιοι απ αυτούς κάνουν και ανταλλαγές δηλ. είδος έναντι είδους, και συχνά οι γυναίκες μπομπότισσες τραβάνε και καμιά πίπα στη καμπίνα.
το πιτσικάρω οι λεξικατζήδες το δίνουν σαν συνώνυμο του πετσικάρω που σημαίνει την στρέβλωση, την παραμόρφωση (συνήθως κύρτωση) μιας επιφάνειας ή ενός αντικειμένου, κοντά σ' αυτο της Galadriel για την πόρτα. Πρόχειρα ψάχνωντας, το είδα (το πετσικάρω) σαν αγνώστου ετύμου.
Εγώ, επειδή ο πατέρας μου ήταν τσαγγάρης, πάντα πίστευα οτι βγαίνει απο το πετσί, τό δέρμα (ιδίως το σολόδερμα) που όταν βραχεί μετα σκληραίνει και κυρτώνει, σκεβρώνει, πετσικάρει. Πιθανώς να είναι παρετυμολογία ή ίσως οι λόγιοι δεν πακιάρονταν με πετσιά παρά μόνο με πετσάκια.
«Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε»= αμέσως μετά τη δύση του ήλιου (και λιγότερο πρίν την ανατολή του) όπου το κοκκίνισμα στον ορίζοντα δίνει μια παρόμοια εικόνα σάν να έχει πάρει φωτιά πίσω από το βουνό. Θεωρείται ως ιδανική ώρα για την «πόση» του ναργιλέ (πλανιέται μιά γλυκούρα στην ατμόσφαιρα...)
Το «πιάνω / κρατώ / βαστώ τον παπά απ' τ' αρχίδια» πού ξέρω από τον Πάπα προήλθε;;
Παλιότερα, οι πλούσιοι είχαν το δικό τους στασίδι (έναντι δωρεάς υπέρ του ναού κλπ βεβαίως βεβαίως) σε διακεκριμένη σειρά και σε καποιες εκκλησίες υπήρχε και ταμπελίτσα με το όνομά τους. Μάλλον πήγαινε σετ με τον οικογενειακό τάφο. Αλλά και οι μόνιμοι θαμώνες είχαν τη θέση τους που δεν την έπαιρνε άλλος. Όπως και στα καφενεία.
Την εποχή περίπου που γραφόταν το λήμμα (Σεπτ '09) πήγα να βγάλω νέα ταυτότητα. Αντί λοιπόν του πιάνου που ήξερα, έβαλα το δείκτη σε ένα παπαράκι όμοιο μέ αυτό που έχουν για να παίρνουν την πίεση από το δάχτυλο το οποίο σκανάριζε το αποτύπωμα. Άρα πιάνο τέλος (τουλάχιστο για την ταυτότητα).
Ο Τσέκος δεν ήταν ο προπονητής των Κεντέρη - Θάνου το '04;;
στη Χίο το λέμε σπερκαντρίτσα, κάνει και γαμώ τις σούπες, το κεφάλι πιπιλιέται κόκαλο κόκαλο, και να μην σε γελάσει ο ψαράς και δε σου δώσει τα συκώτια της. Η ουρά (που έχει και το λιγοστό φαί) μπορεί να σερβιριστεί με λαδολέμονο εκτός σούπας, σπάνια στο τηγάνι με σκορδαλιά όπως ο γαλέος.
Ότι θυμάμαι χαίρομαι και φοβάμαι οτι άμα ξεχαστούνε θα χαθούνε.
Σε δύσκολες συνθήκες πλέυσης (ομίχλη + ψαράδικα κλπ), ο σκάπουλος κανει χρέη οπτήρα. Σε φουρτούνα, κανει μια περιπολία να βεβαιωθεί οτι όλα είναι κλειστα (και δεν θα μπεί νερό απο καμιά ξεχασμένη πόρτα). Στην φυσιολογική βάρδια υπάρχει μόνο σκάπουλός - οπτήρας καθότι το τιμόνι είναι στον αυτόματο.
Για την ονοματολογία (την επίσημη και μέ ολιγα από την αργκό της) των μερών του πλοίου δες και http://www.pi-schools.gr/lessons/tee/maritime/FILES/biblia/biblia/naytikh_texni_a/kef02.pdf να μην κάθομαι και εξηγώ καθε λέξη των (βαπορίσιων) ορισμών
To «Έφαγα ένα τράκο» χρησιμοποιείται και με τη σημασία του έφαγα ήττα, έπαθα νίλα κλπ κλπ
Νομίζω οτι το μέσω Λαμίας είναι πλατειάζω με την ανεπαίσθητη διαφορά στην προφορά του «ι» (κάτι σαν την πιοτητα του Σημίτη)
Αντιγραφή από www.shipfriends.gr
[I]Ο σκαπουλος είναι ένας ναύτης που στη βάρδια του γυρνάει το βαπόρι, για να βλέπει ότι όλα πάνε καλά.
Κάθε βάρδια (4 ώρες) στη γέφυρα εκτός από τον αξιωματικό φυλακής, έχει και δυο ναύτες. Ο ένας ναύτης κάνει χρέη τιμονιέρη και ο δεύτερος κάνει γύρους στο πλοίο να βλέπει ότι όλα πάνε καλά (σκαπουλος). Οι δυο ναύτες αλλάζουν τα καθήκοντα τους κάθε μια ώρα. Στα επιβατηγά οχηματαγωγά εάν χρειαστεί κάποιος επιβάτης να μεταβεί στο γκαράζ, τον συνοδεύει ο σκαπουλος[/I]
Οπότε ενω οι άλλοι ναύτες είτε δουλεύουν στίς δουλειές της κουβέρτας (μέρα) ή είναι στο τιμόνι, ο σκάπουλος πασαγυρίζει και είναι και σε υπεύθυνο πόστο γι αυτό και ο Καββαδίας του Χότζα
Υπόψη οτι η Παναμαϊκή είναι η κατεξοχήν σημαία ευκαιρίας στο εμπορικό ναυτικό.
Ο γέρος μου τόλεγε... Θένκς για την ανάμνηση
Όσοι προλάβαν χούντα ξέρουν τι ακριβώς σήμαινε «Το ιδανικό του χωροφύλακα» που μετα το Πολυτεχνείο λεγόταν σκωπτικά «Ησυχία, τάνκσις και ασφάλεια»
Με την β΄σημασία το δουλέυει πολύ ο Τσιφόρος. Με την κυριολεκτική πρβλ το συνώνυμο «γαμοσταυρίζω» που είναι πιό σχετικό με το γαμόσταυρος απ' ότι φαινεται στον ορισμό που δίνεται (πάντα κττμγ)
Δες και το συνώνυμο (στα Χιώτικα) βουρβούλακας
Με αφορμή το βουρδούλακας, στη Χίο όντως λέγεται (λεγόταν;) έτσι ο βρυκόλακας.
Και το σχετικό αίνιγμα των παιδικών χρόνων
«Ανάμεσα σε δυό βουνά, βουρβούλακας κατρακυλά..
Τί είναι;
Ο πόρδος»
Η γενιά μου (και οι παλιότερες) που έφαγαν στη μάπα τη γραμματική του Τζαρτζανου γνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνει «το σπάσιμο όρχεων ... με σωματική επαφή»
Να μήν ξεχνάμε και τον Ιβιτσα Οσιμ που ήταν κττμγ ο πρώτος επώνυμος που δήλωσε πως η μπάλα είναι πόρνη.