Όταν κάτι δεν κρατιέται σταθερό, ή κουνιέται ή δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί. Επίσης όταν κάτι είναι έτοιμο να εκραγεί, πεταχτεί.

Όταν βλέπεις έναν χοντρό που φοράει πουκάμισο και του είναι τσίτα.

-Δες το κουμπί από το πουκάμισο του είναι έτοιμο να πιτσικάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Εγώ πάλι αντίθετα νόμιζα ότι αναφέρεται σε παραμόρφωση που οδηγεί σε φρακάρισμα (τ. πιτσικάρισμα της πόρτας - βλ. μήδι) αλλά δεν το χω ψάξει και πολύ. Συσχετίζονται οι δύο έννοιες;

#2
jesus

αγαπημένη λέξη του μπέζου στης ελλάδος τα παιδιά κ τον δόγκανο τουλάστιχον.

κ γω συμφωνώ με γκαλ, όπως νομίζω είναι λάθος κ το Παλαντζάρει

#3
jesus

(πάει, μ' έκαψες)

#4
Galadriel

(εγώ που το μπουρλώτιασα σπίθα σπίθα από το πρωί...)

#5
allivegp

Το λήμμα έγινε επίκαιρο με μια διαφήμιση που ένας τεχνικός pc λέει ότι έχει πιτσικάρει το καλώδιο δεξιά...

#6
dryhammer

το πιτσικάρω οι λεξικατζήδες το δίνουν σαν συνώνυμο του πετσικάρω που σημαίνει την στρέβλωση, την παραμόρφωση (συνήθως κύρτωση) μιας επιφάνειας ή ενός αντικειμένου, κοντά σ' αυτο της Galadriel για την πόρτα. Πρόχειρα ψάχνωντας, το είδα (το πετσικάρω) σαν αγνώστου ετύμου.
Εγώ, επειδή ο πατέρας μου ήταν τσαγγάρης, πάντα πίστευα οτι βγαίνει απο το πετσί, τό δέρμα (ιδίως το σολόδερμα) που όταν βραχεί μετα σκληραίνει και κυρτώνει, σκεβρώνει, πετσικάρει. Πιθανώς να είναι παρετυμολογία ή ίσως οι λόγιοι δεν πακιάρονταν με πετσιά παρά μόνο με πετσάκια.

#7
xalikoutis