Όταν κάτι δεν κρατιέται σταθερό, ή κουνιέται ή δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί. Επίσης όταν κάτι είναι έτοιμο να εκραγεί, πεταχτεί.
Όταν βλέπεις έναν χοντρό που φοράει πουκάμισο και του είναι τσίτα.
-Δες το κουμπί από το πουκάμισο του είναι έτοιμο να πιτσικάρει.
7 comments
Galadriel
Εγώ πάλι αντίθετα νόμιζα ότι αναφέρεται σε παραμόρφωση που οδηγεί σε φρακάρισμα (τ. πιτσικάρισμα της πόρτας - βλ. μήδι) αλλά δεν το χω ψάξει και πολύ. Συσχετίζονται οι δύο έννοιες;
jesus
αγαπημένη λέξη του μπέζου στης ελλάδος τα παιδιά κ τον δόγκανο τουλάστιχον.
κ γω συμφωνώ με γκαλ, όπως νομίζω είναι λάθος κ το Παλαντζάρει
jesus
(πάει, μ' έκαψες)
Galadriel
(εγώ που το μπουρλώτιασα σπίθα σπίθα από το πρωί...)
allivegp
Το λήμμα έγινε επίκαιρο με μια διαφήμιση που ένας τεχνικός pc λέει ότι έχει πιτσικάρει το καλώδιο δεξιά...
dryhammer
το πιτσικάρω οι λεξικατζήδες το δίνουν σαν συνώνυμο του πετσικάρω που σημαίνει την στρέβλωση, την παραμόρφωση (συνήθως κύρτωση) μιας επιφάνειας ή ενός αντικειμένου, κοντά σ' αυτο της Galadriel για την πόρτα. Πρόχειρα ψάχνωντας, το είδα (το πετσικάρω) σαν αγνώστου ετύμου.
Εγώ, επειδή ο πατέρας μου ήταν τσαγγάρης, πάντα πίστευα οτι βγαίνει απο το πετσί, τό δέρμα (ιδίως το σολόδερμα) που όταν βραχεί μετα σκληραίνει και κυρτώνει, σκεβρώνει, πετσικάρει. Πιθανώς να είναι παρετυμολογία ή ίσως οι λόγιοι δεν πακιάρονταν με πετσιά παρά μόνο με πετσάκια.
xalikoutis
Δες και τα ξεπερτσινιάζω / ξεπερτσικώνω και περτσινώνω