Φαντάζεσαι να φωνάζουν άρον / ταπείνωσον ;

#2
dryhammer

in μποτσάρω

Επίσης και το μποτσάρω-μποτζάρω του καπ. Ελεκτρον στο σχόλιο για το μπότζι με τη σημασία του σταθεροποιώ γενικά κάτι- δένω για να μη φύγει, όρος που πέρασε και στη στεριά από ναυτικούς και τους πέριξ αυτών.

#3
dryhammer

in μπύρα του οικοδόμου

Παλιά (μέχρι το τέλος των '70ς) υπήρχαν και τα τσιγάρα των οικοδόμων το 22 αντινικοτ στο μπλε μαλακό πακέτο. Τοτε που φορούσαν μαντήλι με κόμπο μπρος πίσω στο κεφάλι.

#4
dryhammer

in μπρουσούκι

Η γιαγιά μου (Σκάλα Βουρλών - Σμύρνη) μιλούσε γιά ένα ζώο τον μπούρτσουκα που έκανε φωλιές στο χώμα και οι μυλωνάδες πήγαιναν και τις έσκαβαν για να πάρουν τα μικρά, γιατί το λίπος τους το χρησιμοποιούσαν σαν γράσο στα τριβόμενα μέρη (ξύλινα) των μύλων.

#5
dryhammer

in μπουρμπούλια

Ο μπούρμπουλας είναι το σταμνί με το ένα χέρι. Τό άλλο το λέμε στάμνα. Πάλι γονατογραφία διέπραξα.

#6
dryhammer

in μπότζι

mal du depart

#7
dryhammer

in μπρικόλακας

Όχι απ' τις μπρικόλες;

Οι πρόσφυγες το λέγανε ολόκληρο «Μπράκ λακριντί!» με την έννοια του «Πάψε! - Κόφτο!» Αντιπαραθέτω το ναυτικών καταβολών όμώνυμο «Μάινα γ(κ)ρίνα» (και σπανιότερα «Μάινα πάρλα»)

#9
dryhammer

in μπόχα

Απόχυση είναι μια διαδικασία καθαρισμού διαφόρων υλικών (συνήθως ορυκτών) από υδατοδιαλυτές προσμίξεις. Εκεί μετά από αναμειξη με νερό αφήνεται να κατακαθίσει το ίζημα και μετά αποχύνεται το νερό μαζί με ότι έχει διαλύσει αφήνοντας το ίζημα. Κάτι σαν να κάνεις γαλλικό καφέ από ελληνικό (τούρκικο) αφήνοντάς τον να κατακάτσει. Μήπως (λέω εγώ τώρα) απο κει και το μπουχίζω,μπουχίζω ως απόχυση με ψεκασμό;

#10
dryhammer

in μπουχτίζω

Συνώνυμο του 2. -Μπουρουρίζω (είναι λεξικογραφημένο)

#11
dryhammer

in μπουχουχού

κατανομή Gauss (!!) σπεκ.

#12
dryhammer

in μπουτσώνω

Από κάποια γιαγιά : Μπούτσωσέ το το κερι. Επειδή η συγκεκριμένη γιαγιά μόνο σλάνγκ δεν είναι, οδηγήθηκα στο (αυθαίρετο) συμπέρασμα οτι οι μισοί που το λένε το βγάζουν από το στουμπώνω (ιδέ παρακάτω) κι οι άλλοι μισοί από το μπούτσο (τους)

#13
dryhammer

in μπισκότο

Το φαινόμενο καλείται γονατογραφία

#14
dryhammer

in μπισκότο

Δίκαιον έχετε. Τσιτσάνης. Να το ψάχνω και λιγάκι (οχι μόνο οτι θυμούμαι - χαίρομαι)

#15
dryhammer

in μπουρδελιάζω

Ως νεολογισμό προσθέτω την απομπουρδέλωση, όπο που χρησιμοποίησα για να περιγράψω στον εργοδότη μου την ανάγκη κάποια πράγματα να τακτοποιηθούν (όχι μόνο οι χώροι) «μπας και γίνουμ΄αθρώποι».

#16
dryhammer

in μπουνταλάς

Πάντως το «μπουνταλάς» στον προφορικό λόγο, οι Τούρκοι το καταλαβαίνουν με τη σημασία που το έχουμε κι εμείς. Αν βάλεις το budala σε μεταφραστήρι, στο βγάζει ανόητος. Αν το βάλεις ανάποδα δεν το δίνει.
Στα Αλβανικά budalla είναι ο ηλίθιος. Επειδή υπάρχουν κοινές λέξεις και στις τρείς γλώσσες, ποιος πήρε τί από πού... η Παναγιά να βάλει τη χούφτα της...
«Η πολλή η καλοσύνη είναι και μπουνταλοσύνη» παλαιομαμαδική παροιμία

#17
dryhammer

in μπουμπουνίζω

Είναι (πιστεύω) ηχομιμητικό καθώς και τά παράγωγά του. Μπουμπουνίζει = Βροντά - ο ουρανός («... εσυ άστράφτεις και μπουμπουνίζεις » - Μπαγάσας , Ν. Ασιμος)
Μπουμπουνίζω την πόρτα (Βροντάω την πόρτα στο κλέισιμο)
Μπουμπούνα - μιά πηγή νερού στην παλιά Αθήνα (;;) απ΄όπου έβγαινε το νερό με θόρυβο- μπουμπουνητό

Γενικά οτιδήποτε κάνει μπουμ (- μπουμ), μπουμπουνίζει

#18
dryhammer

in μπούμερανγκ

«Πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος», «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται», «εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι» όλα αυτά μονολεκτικά = μπούμερανγκ

#19
dryhammer

in μπισκότο

Ευχαριστώ για το «χτένισμα» του ορισμού και όλα. Btw ο διάλογος είναι αληθινός με τον πλακα πρίν 20 μέρες στο σπίτι μου (οι παρενθέσεις δικές μου)...

#20
dryhammer

in μπισκότο

Επιτέλους ανέβηκε... Ν΄ανάψω κεράκι; Πρίν λίγα χρόνια θάκανα τη Λιτανεία του Μάρκου... εις το βουνό ψηλά εκεί

#21
dryhammer

in μπουκουνιά

Και bukë στα (επίσημα) Αλβανικά

#22
dryhammer

in μπισκότο

Ευχαριστώ όλους, αλλά σήμερα (το πρώτο μου μήδι) βρήκε;
«Πήγε ο Εβραίος στο παζάρι κι έλαχε Σάββατο»

#23
dryhammer

in μπισκότο

Το βάζω και μου βγάζει
We did not find results for: EBMAINFRAME_URL. Τι μαλακία κάνω;

Το μπουγαδοκόφινο ήταν ένα πλεκτό φαρδύ κοφίνι στο οποίο μέσα έβαζαν μπουγάδα τα χρόνια εκείνα ιδίως για τα άσπρα ρούχα. Έβαζαν κάτω - κάτω πανιά, τα ρούχα που ήταν για πλύσιμο, άλλα πανιά, την αλισίβα (στάχτη αλκαλική από συγκεκριμένα ξύλα) διάφορα μυρωδικά φυτά (που όμως δεν θα έβγαζαν χρώμα), κι άλλα πανιά από πάνω και μετά έριχναν κουβάδες ζεματιστό νερό, που θα διέλυε την αλισίβα. Αυτό το αλκαλικό διάλυμα, πότιζε τα ρούχα, σαπωνοποιούσε τούς λιπαρούς λεκέδες και τελικά τους διέλυε και τους παρέσυρε. Μετά άνοιγαν τη μπουγάδα κι άρχιζαν τα ξεβγάλματα με κρύο καθαρό νερό για να φύγουν τα αλκαλικά υπολλείματα και τά σαπωνοποιημλενα λίπη και τέλος (ούφ!!) άπλωμα. Δεν ήταν απλά το κοφίνι που μαζεύαν τα άπλυτα. Πρέπει κατι να έχω παραλείψει, αλλά η μάνα μου πού έκανε μπουγάδα στα νιάτα της, είναι 87 χρονώ και σχεδόν κουφη και το σκέφτομαι δυό και τρείς φορές πρίν τη ρωτήσω κάτι που πρέπει και να μου το περιγράψει...

#25
dryhammer

in μπονγκ

Sorry Frank Zappa - Cpt. Beefheart

#26
dryhammer

in μποτσάρω

Λοιπόν για να ξεμπερδεύουμε με τα ναυτικά. Μποτζάρω (συνήθως στο τρίτο πρόσωπο) είναι το ταλαντεύομαι δεξια - αριστερά. Μπότζι είναι αυτή η ταλάντευση άσχετα με αν το πλοίο είναι στο λιμάνι ή όχι. Κύρια συμβαίνει εν πλώ. Στο λιμάνι προκαλείται από στάσιμα κύματα κι έχει να κάνει με το σχεδιασμό του λιμανιού σε σχέση με την κατεύθυνσην των κυμάτων που μπαίνουν μέσα.
Μποτσάρω ή αλλιώς βαζω μπότσο έχουμε όταν θέλουμε να σταθεροποιήσουμε πρόχειρα έναν κάβο τεζαρισμένο, πάνω στη μπίντα του πλοίου, που τον έχουμε βγάλει από την ανέμη, με ένα σκοινί τον μπότσο, μέχρι ο άλλος ναύτης να κάνει τα οχτάρια στις μπίντες.

#27
dryhammer

in μπότζι

«Ενα πλοίο μεγάλο πάει πάντα κόντρα στα κύματα»
Όχι. Βάζεις τον καιρό στη μάσκα ή δευτερόπρυμο. Το μπότζι έχει να κάνει και με τό πλάτος του πλοίου. Τά παλιά αντιτορπιλικά που ήταν θεόστενα για μεγαλύτερη ταχύτητα, σου βγάζανε τ΄άντερα και στη μπουνάτσα. Τα τάνκερ-τέρατα που ήταν πολύ πλατιά είχανε μέχρι και 1,5 λεπτό μπότζι (χρόνος μισής ταλάντωσης - από τέρμα δεξιά ως τέρμα αριστερά) βλέπε και καραντί

#28
dryhammer

in μπόσικα

Υπάρχει και το παίρνω τα μπόσικα με την κυριολεκτική σημασία δηλ. διατηρώ κάτι (συνήθως σκοινί, αλυσίδα) πάντα τεντωμένο. Παίρνω τα μπόσικα του κάβου, όταν κατα την φόρτωση/εκφόρτωση/παλίρροια οι κάβοι του πλοίου χαλαρώσουν μαζεύουμε τα μπόσικα για να είναι τεζαρισμένοι και το πλοίο κολλημμένο στο μόλο. Στην αντίθετη περίπτωση δίνω-άφήνω μπόσικα για να μήν κοπεί ο κάβος.
Παίρνω (σπάνια δίνω) μπόσικα στην αλυσίδα μιας μοτό που χαλάρωσε.

#29
dryhammer

in μπονγκ

Bongo fury - Cpt. beefheart

#30
dryhammer

in μπόμπος

Γύρω στο 75-76 έβγαλε η Fantic Motors το Rocket δίχρονο 50άρι στο στυλ του Ζετακιού, αλλά Ιταλοί. Δύο φίλοι μου έιχαν τέτοιο. Του ενός γαμούσε κι έδερνε ακόμα και παπί 70άρι με μηδεν προσοχή και συντήρηση, το άλλο σερνόταν κι όλο στο συνεργείο.