#1
dryhammer

in είσαι φάβα

Το "είσαι φάβας" έχει διαφορετική σημασία;

#2
dryhammer

in σακουλιάζω

Ενεργητικά το σακουλιάζω σημαίνει και την αποπεράτωση όπως- όπως τύπου ξεπέτας. Χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την προσεκτική/λεπτομερή/πολυτελή/διεξοδική πρόοδο του έργου/πονήματος κλπ και το τελέιωμά του στα γρήγορα επειδή στέρεψαν τα κεφάλαια/ο χρόνος/ η έμπνευση του δημιουργού κλπκλπ

Το προχωρούσαν τρείς σεζόν το σίριαλ κανονικά με πλοκή με όλα και στο τέλος το σακουλιάσανε. Σκότωσαν τους μισούς σε τροχαίο και οι άλλοι φύγανε μετανάστες...

Ξεκίνησε για βίλα και μετα ξέμεινε απο λεφτα και τή σακούλιασε. Πόρτες από ΙΚΕΑ κι απόξω άβαφτο.

#3
dryhammer

in ανάποδο τιμόνι

Στα πισωκούνητα άμα πετάξουν κώλο θέλει ανάποδο τιμόνι (δλδ αντίθετα από την κλίση της στροφής) για να το μαζέψεις, άν το προλάβεις πριν το τετ-α-κε και δε βρεθείς με τη μούρη ανάποδα, στην καλύτερη...

#4
dryhammer

in Χριστός της Πηνείας

Δεδομένων των προιόντων του νομού, μήπως -λέω μήπως- είναι "της πινίας";

#5
dryhammer

in δεν ακούει

Αυτό (που επεσήμανε το χτήνος) είναι το ακούει = ανταποκρίνεται, εκτελεί, υπακούει (όχι για πρόσωπα) σε εντολή-μεταβολή που λέω κι εγώ.

Να προσθέσω πέρα από το ναρκω-άκουσμα= αίσθηση της επίδρασης του ναρκωτικού και την μπαμπαδοέκφραση

"ακούς τη μυρωδιά"= οσφραίνεσαι (κυριολ.) κάτι;

- Πού ήξερες πως έκανα κεφτέδες;

- Από τη στροφή ακουγότανε η μυρωδιά κι όσο ερχόμουνα κοντά τόσο λίγευα

#6
dryhammer

in γάμησέ τα κι άφησέ τα

Κι αν γυρίζει ο χρόνος πίσω στην αρχή / όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα / το ίδιο αδέξια, με την ίδια ταραχή / τα ίδια θα κάναμε, άσ’ τα και γάμησέ τα.

"Η βιντεοκασέτα" Τίτος Πατρκίος

Για το αμετανόητον του πράγματος...

#7
dryhammer

in δεν ακούει

Το "ακούει" καταφατικά χρησιμοποιείται (λιγότερο βέβαια) για να δηλώσει ανταπόκριση που δεν είναι οπωσδήποτε αναμενόμενη ή και σε αντιδιαστολή με αντίστοιχο που "δεν ακόύει".

ακούει του γκαζιού, ακούει του τιμονιού = ανταποκρίνεται (άμεσα) στις μεταβολές

-Να δεις το καινούργιο ΧΧΧΧΧΧΧ CRFX 500 πώς ακούει στο χώμα να πάθεις πλάκα. Το παλιό δεν άκουγε τίποτα. Σε πήγαινε εκείνο δεν το πήγαινες εσύ...

-Σαν τα καρότσια του Lidl δλδ;

-Τί μαλάκας που 'γινες μόλις έδωσες το χωματερό...

#8
dryhammer

in ξαγκλώ

Συμωνώ και επαυξάνω τα της Gala για τη Μrt34.

Γράψε, μη φεύγεις... Εσυ λόγω ηλικίας θα γνωρίζεις καί νέες λέξεις εν τω γεννάσθαι και λόγω καταγωγής καί Σαμιώτικα που δεν έχει πολλά. Μπορείς άλλωστε και φαίνεται...

#9
dryhammer

in βράσε ρίγανη

ανθηρόστομος

#10
dryhammer

in βράσε ρίγανη

Συνώνυμα:

βράσε ρύζι (άν και δεν συμφωνώ απόλυτα με τον ορισμό) που έρχεται από το παλαιό "βράσε όρυζα"

χέσε μέσα

χέσε μέσα Πολυχρόνη...

σκατά (σε ποικιλία παραλλάγών) κ.ά.π.

#11
dryhammer

in λίζι, το

Το μουστάκι Ντούγκλα προήλθε από τον Douglas Fairbanks ( 1883 – 1939)

The Thief of Bagdad - Douglas Fairbanks Sr  -1924

#12
dryhammer

in νεραντζόκωλη

Άλλη εικασία. Προσοχή στην όψη φλοιού νεραντζιού -εν προκειμένω-

#13
dryhammer

in νεραντζόκωλη

Εικασία: Η Άρτα είναι γνωστή για την παραγωγή πορτοκαλιών. Συχνότατα οι πορτοκαλιές είναι νεραντζιές (πιό ανθεκτικό δέντρο) πού τις έχουν μπολιάσει πορτοκαλιές. {Να το πάω και παρακάτω για σκυμμένες που μαζεύουν τα (απο-)κατινά πορτοκάλια;}

#14
dryhammer

in τουμπεκί

Πιθανότατα, γιατί οι πηγές μου είναι προφορικές και από μνήμης καθότι οι γέροι απ' όπου τα άκουσα είναι απο καιρό μακαρίτες και δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβείς ήταν στη χρήση των όρων αυτών (άγνοια, λησμοσύνη, inside jokes?)

#15
dryhammer

in αερογάμης

Σ' αυτή τη σημασία του αερογάμη υπάγεται και το παλαιομπαμπαδικό "ανεμοκαβλίτης"

#16
dryhammer

in αμούνης

Ναι, αλλά επειδή το επώνυμο προυπήρχε του πλαστικού ρόπαλου, άρα η αρχική σημασία του "ακάβαλου" πρέπει να ήταν άλλη που εκφυλίστηκε στό πλαστικό ρόπαλο των τελών την δεκαετίας του '70. Το κακό είναι οτι, άν και Χιώτης, δεν την ξέρω τη λέξη πέρα από το επώνυμο (μάλλον έιμαι από λάθος χωριό)

#17
dryhammer

in τουμπεκί

Αργότερα κατέληξε "ταμπής" να λέγεται και ο μπουφετζής εν γένει, δηλ. όποιος σέρβιρε κλπ στον πάγκο της ταβέρνας κλπ στο "τεζιάκι".

#18
dryhammer

in αμούνης

Στη Χίο υπάρχει και το επώνυμο Ακάβαλος αγνώστου -απο μένα- ετύμου

ενίοτε και για να παρακολουθείς αθέατος τη γειτονιά (γεροντοκορισμοί)

#20
dryhammer

in ουισκάς

Στα early '80ζ αποκαλούσαν έτσι και τον Ανδρέα Παπανδρέου (οχι πολύ διαδεδομένο πάντως)

#21
dryhammer

in κορωνίζω

Έτσι το λέγαμε στη γειτονιά μου...

#22
dryhammer

in ποτούλης

Τα ίδια με τον Ιησού (σχ. 1)

#23
dryhammer

in λουκουμιάζω

Να φοβάσαι αυτούς που κερνάνε συκαλάκι...

#24
dryhammer

in παραμύθα

Μάλλον κάνει ακόμα νταλαβέρια με δραχμές...

#25
dryhammer

in λουκουμιάζω

Συνώνυμο του παλιότερου χαλβαδιάζω

(Εικάζω οτι μετά από κάποια χρόνια θα αντικατασταθεί από κάποιο άλλο λαικό γλύκισμα της τότε μόδας -πχ ντονατιάζω)

#26
dryhammer

in πάω γαμιώντας

Υπάρχει και η εκδοχή του πάω(= γουστάρω) κάποιον πάρα πολύ όπου το "γαμιώντας" είναι επιτατικό του "τον πάω". Σλανγκέστερο συνώνυμο του "τον πάω με χίλια".

Μου θύμισε και τον μαλακοπονηρό διάλογο εφήβων αντίθετων φύλων.

Ο. -Σ΄αρέσουν τα ταξίδια;

Η. -Ναί!

Ο. -Τό σέξ σ' αρέσει;

Η. - Ναί

Ο. - Έλα να σε πάω γαμιώντας... Χά χα χα ...

#27
dryhammer

in σημαία-κοντάρι

Σ' εμάς υπήρχε στην παραλλαγή "Τόπι-Μάνα" όπου ξεκινούσαν από τυχαία απόσταση (2-3 μέτρα) οι δυό αρχηγοί ο ένας απέναντι στον άλλον, ίσχυαν οι ίδιοι κανόνες, κι όποιος πατούσε το πόδι του αντιπάλου είτε διάλεγε άν θα κάτσει μάνα ή όχι, είτε διάλεγε πρώτος τον παίχτη που ήθελε στην ομάδα του, μετά ο άλλος κλπ ανάλογα το παιχνίδι, γιατί αυτή η μέθοδος επιλογής έβρισκε εφαρμογή σε πλήθος παιχνιδιών καθότι κέρμα για να το κορωνίσουμε δεν υπήρχε σε καμιά τσέπη.

#28
dryhammer

in στο Κλιν σε βρήκαμε;

πού με πήγες τώρα...

#29
dryhammer

in φιάκας

Στη Χίο λέγεται, όπως σωστά γράφει ο Μακριδάκης, με την έννοια της φιγούρας

Νά, πάρε κι ένα πούρο να κάνεις τη φιάκα σου.

Το λούσο (που γίνεται για το θεαθήναι), εμπεριέχει την έννοια της φιγούρας, όπως το θέτουν οι Λαγκαδούσοι.

Το επώνυμο Μισετζής υπάρχει και στη Χίο.

Περί καταβολών, καταγωγών κλπ δηλώνω άγνοια.

το ρ. χαρτσαλεύω το οποίο νομίζω πως σημαίνει προκαλώ μικρό θόρυβο σκαλίζοντας κάτι ή πατώντας κάτι, ιδίως για μικρά ζώα.

patsis άνωθεν

στη Χίο το λέμε "χαρχαλεύω"