λέγεται και «μπυροκοίλι, το» π.χ. έχει κάνει ένα μπυροκοίλι άστα!
πολύ συχνά και στον πληθυντικό-κυρίως στο στρατο: «πώς περνάς; Άστα απαλεψιές, περιμένω το αδειόχαρτο»
επίσης «τ'αρχίδια μου κουνιούνται, κοντεύουν να πετάξουν» πάλι για επίταση του νοήματος
Επίσης λέγεται και αγαμησίλα, η
πχ κοίτα αυτή πως κάνει από την αγαμησίλα!τα βάζει με όλους κι όλα της φταίνε!
ήδη ο όρος θεωρείται ξεπερασμένος από τους νέους και τον χρησιμοποιούν πλέον μόνο άτομα που διαμόρφωσαν το λεξιλόγιό τους τη δεκαετία του 1980, είμαι στα χάι μου κλπ
έκφραση πρωτοφανούς ειλικρίνειας σε συνδυασμό με αυτοσαρκασμό από τη γνωστή παρουσιάστρια που υποκρύπτει ναρκισισμό και υπερηφάνεια για το ρόλο της ως "τατιάνας"
και σκέτο τράγος ή τραγογένης
και γκαζοκίλερ
επίσης και με συνέχεια: γαμώ της γης τον άξονα και το βυζί της κότας!
και για τους παλιότερους το παρωνύμιο του Χρ.Σαρτζετάκη, πρώην προέδρου της δημοκρατίας
συνώνυμο: η ξενέρα , το ξενέρωμα
Το πάρτυ ήταν το απόλυτο ξενέρωμα ή η απόλυτη ξενέρα.
Το Μητσοτακόπουλο δε σοβαρέυεται από καθωσπρεπισμό, μάλλον γελάει μηχανικά, με αυτό το υποκριτικό, καρφιτσωμένο χαμόγελο που έχει και η αδερφή του.
Μάλλον τους έχουν πει να χαμογελάνε για να μη μοιάζουν στον πατέρα τους!Αμ δε!
αλλιώς: κολόμπος
στα κρητικά: ξανθομπούμπουρας
αλλιώς: ξανθόψειρας
για νεαρή ξανθιά όμορφη γυναίκα: το ξανθό (πω πω περνάει ένα ξανθό!)
κυριολεκτικά το χνούδι από το μαλλί,
χρησιμοποιείται και στη φράση :
- Ρε μου φαίνεται πως ο Χ τον παίζει!
-Ωχ, προσοχή μη μας πάρουν τα φλόκια!
επίσης: το μαύρο το καλό, ο μπάφος στα ποδανά:φούσμπα, γκρας, λιβάνι, καλαμαριά, λεμόνι, κασέρι, τυρί, ντάχα, οξυγόνο, φου, τσούρου, πράσο, φορφόλι, τζόϊν (απο το αγγλικό joint), φώξεν, λαλάκι, γρασίδι, ντούρου, ντουντού, σμπιγδάνι, ντουμάνι, μπουρούχα (χαμηλής ποιότητας κάνναβη), φακός
στην αγγλική: skunkpot, grass, weed, Mary Jane, THC, Acapulco Gold, dope, hemp, rope, sinsemilla, Colombian, Jamaican , joint, reefer, roach, bit, bomber. hashish, black Russian, hash
στην ισπανική:spinelo ή cana
επίσης συνεχίζεται σε τετράφυλλο κλπ ανάλογα με την όρεξη
λέγετα και :πάω με το πόδι ή το κόβω με το πόδι (αργκό παλαιομοδίτικη)
ρήμα: κλαψομουνιάζω
, κλαψομούνικα τραγούδια
ο κάτοικος: ο Μπόχαλος
Πολύ συνηθισμένο μεταξύ των στρατιωτών που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει στην Κω.
η λέξη είναι ξεπαρεού, ως προστακτική β'ενικού παθητικής φωνής, όπως το αντιλαβού κλπ
υπερθετικός: χανιολάρα, η
εγώ το θυμάμαι με μια επανάληψη, δηλ «άκατα μάκατα σουκουτου μπε
αμπε φαμπερ ντομινέ
άκατα μάκατα σούκουτου μπε
άμπε φαμπερ βγε»