Κατάσταση που δεν παλεύεται. Βλέπε δεν την παλεύω.
-Πώς περνάς στο Στρατό;
-Απαλεψιά σου λέω.
Κατάσταση που δεν παλεύεται. Βλέπε δεν την παλεύω.
-Πώς περνάς στο Στρατό;
-Απαλεψιά σου λέω.
Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, αντιπαλευόν
Got a better definition? Add it!
2 comments
senekas
πολύ συχνά και στον πληθυντικό-κυρίως στο στρατο: «πώς περνάς; Άστα απαλεψιές, περιμένω το αδειόχαρτο»
Khan
Και ως απαλεψία.