(θηλ. χαΐστρια)
Ο κεφλής άνθρωπος, που δεν λέει όχι στην παρέα, ακολουθεί ή και κανονίζει διασκεδάσεις κι εξόδους.
– Μα καλά, η φίλη που μας έφερες φεύγει από τώρα;
– Μένει μακρυά, γι' αυτό.
– Άσ' τα αυτά, την έκοψα εγώ: μεγάλη χαΐστρια. (ειρων.)
1 comment
senekas
ήδη ο όρος θεωρείται ξεπερασμένος από τους νέους και τον χρησιμοποιούν πλέον μόνο άτομα που διαμόρφωσαν το λεξιλόγιό τους τη δεκαετία του 1980, είμαι στα χάι μου κλπ