Στην Δυτική Πελοπόννησο έχω ακούσει "ρίgνει με το κανάτι" και "βρέχει γυφτόπ'λα".
Ποπό, δεν υπήρχε αυτό; Σωστός.
Σωστός ο protnet. Συνήθως συμπληρώνεται με τις λέξεις "από τους παλιούς".
-Κωλομπαράς, χάρηκα.
-Συνάδελφος;
-Από τους παλιούς, με την καρφίτσα στο πέτο.
...
Προδότη μ’ είπε του λαού
κι εγώ της είπα: «Τούλα, ου,
σπεύδε, κι άκουσε να δεις
κι αν έχεις προίκα πέντε δις
εγώ σε παίρνω ολόγυμνη.
Τον έρωτα άκου πως υμνεί
κι ο Μάο κι ο γίγαντας ο Τσου
με τη γιγαντιαία τσουτσού».
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ / ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΦΑΣΣΗΣ
H μπαλάντα της Τούλας (αγωνίστριας της ΠΠΣΠ)
Σοβαρά τώρα, λέει ενήλικας σε ενήλικα "τσου" σε φάση "ουγκ"; Και τι δηλαδή, οι άντρες με παρόμοια (αντι)κοινωνικά προσόντα τι λένε; Ήμαρτον...
Καλώς τονε τον Βάνια / μετά από χρόνια και ζαμάνια. Αμέσως να γράψεις το λήμμα "θα δεις γιατρού κώλο" :-)
Τω όντι Ντον, αυτός κι αν είχε δει παπά κώλο.
Μπάρμπας συγχωρεμένος μου είπε την εξής ιστορία:
* Όταν ήμουν μικρός, (ήτοι έφηβος κάπου ανάμεσα στο 1945-50) τα τσουρέκια κι οι σοκολάτες ήταν όνειρο απατηλό. Μια μέρα πήγα στην πλατεία του χωριού που μαζεύονταν και τα άλλα παιδιά για μπάλα κι άλλος κράταγε παστέλι, άλλος γλειφιτζούρι κι άλλος γκοφρέτα. Εγώ παρακάλαγα να μου δώσουν μόνο για να δοκιμάσω, που δεν ήξερα κανένα από τα γλυκίσματα. Τότε μου είπε ένας "Με την πούτσα τη δική μας θα φας γλυκό;" Μετά έμαθα ότι είχε έρθει ένας γιατρός στο χωριό που μοίραζε εικοσάρικα για να τον πηδάνε οι πιτσιρικάδες.(...) Εμείς είχαμε στην οικογένεια άλογο και έκανα αγώγι ως την πόλη. Ήρθε καιρός κι ο γιατρός μου ζήτησε να τον πάω με το άλογο. Όταν φτάσαμε, με ρώτησε αν είχα δει ποτέ σινεμά. Τι σινεμά.. τίποτα δεν είχα δει από κοντά. Όλα από μακριά. Όμως ήμουν πονηρεμένος (και αποφασισμένος) κι όταν μου είπε να πάμε, είπα αμέσως "πάμε!". Σε μια σκηνή που ο πρωταγωνιστής φιλούσε περιπαθώς την ερωμένη του, ο γιατρός μου έπιασε το μπούτι και μου ψιθύρισε "σ' αρέσει αυτό που της κάνει;". Του είπα " έτσι όπως είμαι τώρα γιατρέ και σένα
σε κανονίζω". Κι από τότε, να τα τσουρέκια, να τα γλειφιτζούρια*
Υγ. Ο Μπάρμπας δεν ήταν, ούτε εξελίχθηκε σε γκαίη. Τουναντίον μέχρι τα γηρατειά του κυνηγούσε το αιδοίον λυσσιασμένα.
Καλῶς τον. Σχετικὸ εἶναι τὸ πρῶτο παράδειγμα τοῦ λήμματος πισωδέχτης
Ενδεχομένως - λέω γω τώρα- η δυσκολία να ιδείς τα πισινά τους να μην έγκειται στην εγκράτεια των καλογήρων που λέει ο Χότζας. Ίσως, πάλι λέω γω τώρα, να αφορά στις περιπτώσεις που πέφτεις στην ανάγκη τινός κι αναγκάζεσαι να ιδείς (κι ύστερα να κάνεις κιόλα) πράματα πολύ μακριά από τις αρχές σου προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος σκοπός. Το σοκαριστικόν θέαμα των παπαδίσιων γλουτών μπορεί να ομοιάζει με εκείνο το απότομο συναίσθημα, το πλήρες ενοχών που συνοδεύει το πέρας ανομολογήτων πράξεων .. αφήνω τις τελίτσες μπας και συνεισφέρει κανείς σας σχετικά σχόλια.
Περί munchies o λόγος στο ανωτέρω άζμα
Εἶναι τὸ κύριο συστατικὸ στὸ Τούμπα Λίμπρε
Μιὰ (παλιο)σλανγκικὴ χρήση τοῦ γκρᾶ ἀπὸ ᾿δῶ:
"Λόγω του ότι ήταν ένα όπλο αργό στη χρήση του, σχετικά με μεταγενέστερα όπλα του είδους του, επικράτησε να αποκαλούν, παλαιότερα, "γκράδες" τα άτομα που δεν αντιλαμβανόταν εύκολα τι τους έλεγαν, καθώς και τους κακούς μαθητές."
Έτσι. Κι αν θυμάμαι καλά ο αγαπημένος μου Εφταλιώτης λογόκρινε το κείμενο σε κείνο το σημείο και έγραψε μόνο για αυτιά και μύτη. Εγώ πάντως το σκέφτηκα στο στυλ αυτού που λέμε εμείς "της μάνας σου", με το "γαμώ το μουνί" να παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενο.
Ἂν θυμᾶμαι καλά, ἔχουν περάσει 55 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ κάναμε τὴν Ὀδύσσεια σὲ μετάφραση τοῦ Ζήσιμου Σίδερη στὴν Πρώτη Γυμνασίου, τό ᾿λεγε κάπως ἔτσι:
καὶ τ᾿ ἀχαμνά του ἔκοψε καὶ τά ᾿δωσε στοὺς σκύλους
Γεια χαρά Pirate Jenny! Εγώ παραμένω ο patsis με τ' όνομα.
(το με τ' όνομα δεν έχουμε, αξίζει?)
Γειά σου Τζενάρα! (πρώην deinosavros εδώ).
Τα κομμέ πρέπει να κυκλοφορούν τουλάχιστον απ' τις αρχές του 20ού αιώνα, αν και δε νομίζω να τα λέγανε έτσι. Η Μαρία Ιορδανίδου γράφει στο "Σαν τα τρελά πουλιά" ότι τα χαμίνια του Πειραιά λέγανε τσαχπινιές τύπου "Πού δουλέ;", "Στον Περαί", και το τοποθετεί πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο.
Αυτό εγώ το ξέρω σαν ολόκληρο ποιηματάκι, που αντιγράφει ή/και κοροϊδεύει τα χαμίνια/μάγκες:
- Πού δουλέ;
- Στον Περαί.
- Πόσα παί;
- Τρεις και πέ.
- Τι τα κά;
- Τρώ και πί.
- Και τα ρέ;
- Τσιγαρέ.
- Δεν παντρέ;
- Δε με θέ.
- Δεν την κλέ;
- Άβα ρε.
- Δε σκοτώ;
- Τι λες, κουτό!
Αυτό το "άβα ρε" σημαίνει (και εκφέρεται) σαν απαξιωτικό "άντε ρε", (ή "ά' 'ε", στα Λαρισαίικα) δηλαδή "τι βλακείες λες τώρα".
Αν δεν αντιγράφει τα χαμίνια, αλλά μόνο τα κορορϊδεύει, μήπως είναι από κανένα σατιρικό ποίημα τύπου Σουρή, καμιά οπερέτα ή κάτι τέτοιο; Δεν το αποκλείω αλλά δεν ξέρω να σας πω.
Υ.Γ. Είναι κανένας απ' τους παλιούς γνωστούς ακόμα εδώ; Αν ναι, φιλιάαα!
Καλά είμαι, αλλά το θέμα δεν είναι πως πληρώνονται οι μαλακίες. Είναι πως πληρώνονται οι μαλάκες, και μάλιστα αδρότατα :-)
Γειαααααα! Τι γίνεται αρχηγέ μου;
Γειά σου Πάτσμαν!
Ο Ρέψας σήμερα το βράδι εθεάθη στο Μικέλ της Βασ. Όλγας κοντά στη στάση Γεωργίου
Αυτός εδώ δεν ήταν υπερβολικά κωλόφαρδος γιατί τον πιάσανε (και του τα πιάσανε τα κωλοφαρδιλίκια). https://www.gazzetta.gr/plus/diethni/article/1396513/fylakismenos-ekrypse-4-kinita-kai-narkotika-ston-prokto-toy%3famp
Ο κωλόφαρδος, αυτός που'χει κάμει τον πάτο του να και βρήκε ευκαιρία για οθωμανικό (που παλιά ήταν κατακριτέο γι'αυτό και δύσκολο στα κρυφά) και κατ'επέκταση ο τυχερός που και συνευρέθη στα κρυφά για τέτοιο και δεν τον έπιασαν. Μετά μόνον ο τυχερός. Για τον κωλόφαρδο του άρθρου δεν ξέρω αν είχε τα κινητά στη δόνηση...
Το πρώτο τεριρέμ που άκουσα, σε φα μείζονα.
Θεῖε Βάνια, τὸ ἴδιο μὲ τὸ πρῶτο λένε καὶ στὰ Ἱσπανικά: llueve a cántaros