Κουρέλι. Είναι ένα κομμάτι ύφασμα όχι απαραίτητα χρήσιμο πια και κυρίως άχρηστο λόγο παρατεταμένης χρήσης. Μεταφορικά καλείται και η ψυχολογική διάθεση κάποιου που είναι στεναχωρημένος για κάποιο λόγο.

-- Είμαι κουρέλι φίλε μου άστα .........

--Κι ας με βρούνε κουρέλι απ’ το πιώμα
Και αμαρτία άλλη μια ας μου χρεώσουν
Η αγάπη υπάρχει μονάχα
Όταν βρίσκονται δύο να το νοιώσουν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Και μια μαντινάδα

Και με κουρέλια το κορμί, να ντύσεις, πάλι θα 'σαι
η πιο ωραία κουρελού, φως μου, πανάθεμα σε