Στα καλιαρντά σημαίνει «διπλανός, κοντινός».

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι σχετίζεται με το γαλλικό près.

Βλέπε επίσης ντικ, παραντίκ και λουάχατος.

Δικέλεις τον πρανς θεόμπαρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified