Απρόσωπη έκφραση που απαντάται στο 3ο πρόσωπο ενικού. Αναφέρεται σε καιρικά φαινόμενα (κυρίως θερμοκρασίες) αντί του «κάνει...» (π.χ. «κάνει ζέστη»).

Το ρήμα «βάζω» συνδέεται με εκφράσεις όπως «βάζω κλιματιστικό, βάζω μουσική, βάζω ALTER» κλπ και προκαλεί το παροιμιακό συνειρμό ενός καλού ασπρομάλλη γεράκου (του μπαρμπα-Καιρού ας πούμε), που πατάει το κουμπί σε ένα μηχάνημα για να «βάλει κρύο» και να αλλάξει τον καιρό.

Πωωωω τί κρύο έβαλε ξαφνικά; Δάγκωσα το καβλί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιπίνιασμα θα το λέγαμε αλλιώς η αντιστροφή της ηλικίας. Είναι το πώς μια θείτσα ή μια κατίνα ξαφνικά παίρνει στροφές και εξελίσσεται σε πιπινόγρια και milf.

Η εξέλιξη αυτή μπορει να συγκριθεί με τις φωτογραφίες πριν / μετά στις διαφημίσεις κέντρων αδυνατίσματος και αισθητικής.

Το φαινόμενο είναι ίσως εξαιρετικά σπάνιο και απαντάται κυρίως σε επώνυμες που ανανεώνουν την εμφάνισή τους.

- Ρε μαλάκα αυτή η μιλφού δε φέρνει λίγο στη γειτόνισσά σου τη κυρα-Βασίλω;
- Όχι Βασίλω, Βάσια πλέον. Είδες πως πιπίνιασε μόλις της έφυγε ο άντρας της;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχέτυπη γυναικούλα, η άνεργη νοικοκυρά, η κατίνα, η μανίτσα που βγαίνει στο παράθυρο να φωνάξει τον Κωστάκη να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να ανέβει να πιει το αυγό του.

Η θείτσα έχει και συγκεκριμένη στολή, που αποτελεί συντηρητικό ντύσιμο, όπως ταγέρ, μακριά φούστα-παντελόνια, κοντό μαλλί με φράντζα κλπ.

Η θείτσα συνήθως είναι μεγάλης ηλικίας, αλλά οι αραχνομούνες ενδέχεται να εξελιχτούν σε θείτσες από νεαρή ηλικία.

Ρε πως ντύνεται σα θείτσα η φίλη σου για να βγει; Θέλει να βρει και γκόμενο;

βλ. και θειόκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι στα καλιαρντά. Δηλαδή το τσιγκούνικο ζουζούνι, που καβατζώνει φαί για τη φωλιά.

Η λέξη βγαινει απο τον Εβραίο τοκογλύφο Shylock στον Έμπορο της Βενετίας του Σέξπηρ.

Καγκελόκαρο το τσαρδί. Ούτε ζουζουνοσάιλοκ δεν βιζιτάρει αποκατέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρετισμός. Ουσιαστικά σημαίνει τα «χαμπάρια».

Χρησιμοποιείται ως υπεραπλουστευμένη και υπεσυντομευμένη έκφραση του χαιρετισμού «γεια, τι χαμπάρια;». Εμπεριέχει και τον χαιρετισμό, αλλά και την ερώτηση.

Προφέρεται βαριεστημένα και αδιάφορα, χωρίς ερωτηματικό.

Συνήθως περιμένει απάντηση από τον χαιρετιζόμενο («καλά εσύ;») αλλά και να μη απαντήσει, δεν τρέχει τίποτα.

- Γιο ρε.
- Χαμπαρουλίδιαααα...
- Ε εδώ, μαλακίες.
- Κουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος συμπεριφοράς που αναφέρεται στο εξής παράδοξο: παρότι κάποιος βλέπει τον κίνδυνο, αντί να τον αντιμετωπίσει, προτιμά να κάνει ότι δεν υπάρχει, ελπίζοντας ενίοτε ότι το πρόβλημα θα λυθεί μόνο του.

Ρήμα «στρουθοκαμηλίζω»

Η λέξη προέρχεται από την κοινή λανθασμένη πεποίθηση ότι οι στρουθοκάμηλοι όταν βλέπουν κίνδυνο, αντί να πάρουν δρόμο, στέκονται όρθιες και θάβουν το κεφάλι τους στην άμμο... πιστεύοντας ότι αφού δε βλέπουν το λιοντάρι, δε θα τις βλέπει ούτε αυτό... οι χαζές.

Οι αλήθεια όμως είναι ότι οι στρουθοκάμηλοι δεν κάνουν έτσι!!! Στην πραγματικότητα όταν κρύβονται, ξαπλώνουν, χαμηλώνουν το κεφάλι και προσποιούνται ότι είναι λοφίσκος, αλλά δεν στέκονται όρθιες θάβοντας το κεφάλι τους.

Μετά από αυτή την επιμορφωτική παρένθεση, καταλήγουμε ότι όπως και να έχει, η έκφραση υπάρχει για τα καλά!

Σου λέω έχει μείνει ένας μήνας για τις εξετάσεις και εσύ κάνεις σα να μη συμβαίνει τίποτα!! Δε θα μπεις στο πανεπιστήμιο στρουθοκαμηλίζοντας!!

(από nick, 28/04/09)Αρκάς: "Σταματείστε να φοβίζετε την στρουθοκάμηλο!". (από Hank, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει μια ατάκα από κάπου και, όποτε την αναπαράγει, νιώθει έξυπνος.

Καλή κοπέλα η Τατιάνα, αλλά πολύ ξυπνιτζού. Ό,τι μαλακία πει η Κάρι Μπράτσο και οι καριόλες φίλες της στο Sex and the City, μας το κοπανάει. Χτες μου είπε: «Το φυσιολογικό κυμαίνεται μεταξύ αυτού που θες και αυτού που μπορείς να πάρεις». Βγάλε νόημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να έχεις μεγάλο τουπέ ρε παιδί μου, να περπατάς ψηλομύτικα και (κυρίως) να αγνοείς τους άλλους.

«Σνομπάρω» σημαίνει δεν καταδέχομαι να δώσω σημασία σε κάποιον.

Η ετυμολογία, από το λατινικό όρο sine nobilitate (s. nob.) που σημαίνει «χωρίς τίτλο ευγενείας». Δηλαδή αυτοί που συμπεριφέρονταν λες και είναι ευγενείς χωρίς να είναι.

Σούλα! Σε αγαπώ λέμε! Μίλα μου ρε Σούλα, μη με σνομπάρεις γαμώτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά η ψωροφαντασμένη.

Ο Πετρόπουλος το συσχετίζει με τη ρεμπέτικη λέξη αγαθολουλούδης.

Ντικ πως δικέλει ιμάντες η αγαθόκλα τσαρδόφατσα! Τζους μωρή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγός στα καλιαρντά!!

Σημαίνει «αυτιάς Λούης» (βλέπε όκι).

Πουλοβιδώθηκα σε χαλότσαρδο και έχαλα οκιολούη με λακριστά.

H Ηeidi Κlum ως Jessica Oκιολούη (από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified