Λέξη σύνθετη εκ των «τσιμπούκι», «λαρύγγι» και «πνίγω». Δηλώνει το βαθύ λαρύγγι, την καμηλοπάρδαλη, την μαστόρισσα στο deep throat. Μπορεί να πνίγεται ή ίδια, ή, εναλλακτικώς, να πνίγει το λαγουδάκι στο λαρύγγι της.

Assist: GATZMAN.

-Σιγά, σιγά, θα πνιγείς!, είπα στην τσιμπουκολαρυγγοπνίχτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified