Χαρακτηριστικό ρήμα-κλειδί των καλιαρντών. Σημαίνει απλά «κάνω» και εξαρτάται από τη λέξη που συνοδεύει.
Επίσης δημιουργεί κάποιες εκφράσεις: ορισμένες λέξεις πχ υπάρχουν μόνο ως τμήμα τέτοιων εκφράσεων και δεν υπάρχουν αυτόνομα όπως αβέλω μπουτ μπον ή αβέλω φρομάζ Υμητού ή αβέλω μαρμαρού, αλλά δεν υπάρχουν πάντα οι λέξεις μόνες τους.
Επίσης μάλλον χρησιμοποιείται για απρόοπτα φαινόμενα της φύσης όπως αβέλει λακρίμω = βρέχει.
Συνώνυμο αποτελεί το βουέλω στα ντούρα λιάρντα, το οποίο δημιουργεί άλλες, δικές του εκφράσεις (πχ. αβέλω αίτνα = βουέλω τνάρα = βγάζω σπυρί) ή δημιουργεί προτάσεις με άλλο νόημα (αβέλω τζόκα = παίζω αλλά βουέλω τζόκα = φιλώ).
Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το εθέλω αλλά το βουέλω μας δείχνει ότι ίσως έχει σχέση με το λατινογενές volo, vuolo κλπ.
αβέλω αχαλία = κάνω δίαιτα
αβέλω λατσάβελες = καλωσορίζω
αβέλω ξεκολλούψες = αποχαιρετώ, χωρίζω
αβέλω μπιεσμάν = χουφτώνω
αβέλω ντουπ = δέρνω
αβέλω τζαστικό = παίρνω δρόμο
10 comments
GATZMAN
!
Vrastaman
Σαν να έχω ακούσει κάπου το αβέλω πλουτς. Δεν θυμάμαι τι σημαίνει όμως.
Paparas
ε δε θα σημαίνει κανω μπανιο;
xalikoutis
ή «χέζομαι» (παθητική φωνή, όχι μέση)
Paparas
σωστοοοοοοοοος... απο το πλουτς που κάνει το κουλό στο λάγκα του μπάρθιου!
Hank
Συνέχισε Παπάρα! Συναρπαστικά λήμματα!
Σου είναι εύκολο να εξηγήσεις σε δυο τρεις προτάσεις πώς στο διάολο είναι δυνατόν να φτιάξανε ΤΟΣΟ μεγάλη γλώσσα οι γκέι, που να μην έχει σχέση άμεση με τα ελληνικά; Μου φαίνεται απίστευτο! Υπάρχουν άτομα που την μιλάνε σήμερα;
Paparas
Hank, σου απαντησα εδώ.
Hank
Right!
aias.ath
Ὑπάάάρχουουουουουν... -τάραρίραρίραραν- Κι ὅσο ὑπάρχουν (ἄτομα), θὰ ὑπάρχουν (τὰ καλιαρντά).
ΝΤΙΝΟΣ
Αβέλω: δίνω, παίρνω, κάνω, βάζω, βγάζω, επιθυμώ, έχω, θέλω, αμολάω, κλπ. <<Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το εθέλω, αλλά το βουέλω μάς δείχνει ότι ίσως έχει σχέση με το λατινογενές volo, vuolo κλπ.>>
Εγώ, με τη σειρά μου, πιστεύω πως το «αβέλω» θυμίζει πιο πολύ το γαλλικό «abouler», και όχι μόνο ηχητικά: απόδειξη, οι ερμηνείες και αντιστοιχίες των δύο ρημάτων είναι ... παρομοιότυπες:
Abouler: donner, filer, remettre, remettre à regret, passer, vouloir, etc.
Όρα, σχετικά, ένα δικό μου γλωσσάρι: www.projethomere.com/.../dicocaliarda.htm