Το κεφάλι, ο νους, η κούτρα.

Σε φράση «δεν κόβει η γκλάβα του» εννοούμε τον χοντροκέφαλο, αυτόν που έχει αι-κιου ραδικιού. Από ρεμπέτικο φόρουμ:
Ακούγεται στο τραγούδι: «Πέντε μάγκες» (1936)
Στ., μουσ.: Γ. Εϊτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς)
Ερμην.: Αντ. Καλυβόπουλος

«...Δύο τάλιρα τον δίνεις
τρία θα σε δώσουμε
αν η γκλάβα θα γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε...»

Για να δούμε τι θα κατεβάσει η γκλάβα σου τώρα που βγήκε στη φόρα η ματσαρακιά που έκανες στον Μιχάλη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Βόρεια είσαι vip; Την λέξη την χρησιμοποιεί συχνά καλός φίλος απο Θεσσαλονίκη :-)

#2
vip

Είμαι τουρλού τουρλού..... λίγο απ' όλα.. για να σου λυθεί η απορία...

#3
anchelito

(γκ-)χλάβα= η κεφαλή εις τις σλαβικές γλώσσες, ε όποτε προφανώς χρησιμοποιήται στα βόρεια.

βλέπε και κόκκα= κεφαλή στα αρβανίτικα
ντιπ κόκκα βρε, ντιπ!

#4
vikar

Μου λένε οτι στη Θεσσαλία (τουλάχιστον) έχει και τη σημασία του «μεθυσμένος»: Βγήκαμε με τα παιδιά χθές και γίναμε όλοι γκλάβα. Υποθέτω απο το κάνω κεφάλι > κάνω γκλάβα > είμαι γκλάβα. Τό 'χει ακούσει κανείς και αλλού;