Ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα της οδού Αιόλου (δίπλα στην εθνική τράπεζα) ήταν και το κατάστημα του Πουλόπουλου (Πιλ-Πουλ) που πουλούσε καπέλα, πίλους. Κάποτε όμως έπαθε οικονομικό «κραχ» και έκλεισε. Τότε οι πιστωτές του τον κυνηγούσαν να τον βρουν, αλλά αυτός είχε γίνει ... Πουλόπουλος, το είχε σκάσει. Έτσι το «Πουλόπουλος» πήρε την έννοια του ανθρώπου που το έσκασε ύστερα από χρεοκοπία.

αντιπροσωπεία πολυτελών οχημάτων
- Καλημέρα κύριε... - Καλημέρα!
- Και εσείς περιμένετε να παραλάβετε το αυτοκίνητο σας;
- Τι να περιμένω αγαπητέ μου, δεν έμαθες, βάρεσαν κανόνι... - Τι, τι, πώς, μα μααα... - Τι μα και μαμά, πουλόπουλοι γίνανε!

Το Pil Poul (από Vrastaman, 13/03/09)Κι αυτός πήρε τον πούλο.  (από GATZMAN, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

το εβλεπα καθως περνουσα με τον ηλεκτρικο αξιος βρε βραστ που το βρηκες βρε child of mine

#2
Vrastaman

Father;
Yes son;
I want to .....
(The Doors)

#3
ο αυτοκτονημενος

κιλλ η φακ νομισματα κιλλ ε;;;;

#4
iron

Όντως; εγώ νόμιζα ότι είναι από το «τον πούλο».

#5
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΙΑΛΑΜΑ

ΟΝΤΩΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟ ΑΓΟΡΑΖΕ ΚΑΠΕΛΑ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ.

#6
Khan

Το κείμενο του ορισμού πιθανόν να προέρχεται από εδώ.

Εδώ η άποψη του Σαραντάκου για Πουλόπουλο, αντιγράφω παρακάτω. (Πάντως το ζήτημα δεν νομίζω ότι είναι λυμένο):

«Την πούλεψε σημαίνει “έφυγε”. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που όλος ο κόσμος φοράει καπέλο, και η πιο γνωστή μάρκα καπέλων είναι ο Πουλόπουλος (που το εργοστάσιό του σώζεται στα Πετράλωνα. Πιλοποιείον Πουλοπούλου, και στις διαφημίσεις Πιλ-Πουλ. Όποιος έφευγε από μια παρέα, ιδίως δε όποιος έφευγε βιαστικά, έπαιρνε το καπέλο του από την καπελιέρα και “γινόταν Πουλόπουλος”. Στην αρχή η φράση “γίνομαι Πουλόπουλος” σημαίνει απλώς φεύγω, αλλά επίσης παίρνει και τις σημασίες “φεύγω βιαστικά, το σκάω” και “δραπετεύω”.

Γίνομαι Πουλόπουλος και σε συντομία: Γίνομαι Πούλος, και σε συνδυασμό με το πουλί που πέταξε έχουμε το ρήμα “την πουλεύω”. Υποστηρίζω ότι κακώς ο Μπαμπινιώτης και το slang.gr ετυμολογούν το “την πουλεύω” από την υβριστική φράση “(πάρε) τον πούλο!” (ή “τον μπούλο”), που είναι πολύ, μα πολύ νεότερη. Είμαι βέβαιος ότι έχει συμβεί το αντίθετο, δηλαδή η αποπεμπτική φράση “τον πούλο” προέκυψε από το “πουλεύω”. Βέβαια, η πονηρή σημασία της λ. πουλί/πούλος υπάρχει και το 1930, καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, και πάντοτε γίνονταν και διάφορα σχετικά λογοπαίγνια (π.χ. η σατιρική Παπαρούνα του Πολ Νορ είχε και τον εικονικό συνεργάτη Πούλο Πουλόπουλο) -αλλά η φράση “έγινε Πουλόπουλος” και “έγινε Πούλος” σήμαινε σίγουρα “φεύγω, το σκάω” και από εκεί βγήκε το “την πούλεψε”».

#7
Khan

Οπότε κατά Σαραντάκο ισχύει ότι η έκφραση προέρχεται από τον Πουλόπουλο που έφτιαχνε καπέλα, αλλά όχι επειδή ο Πουλόπουλος την έκανε λόγω χρεωκοπίας (αυτό είναι ιστορική παρετυμολογία- «νατσουλισμός»), αλλά επειδή εκείνη την εποχή που φοράγανε καπέλα, όταν ήταν να φύγουν παίρναν το καπελάκι τους- μάρκα Πουλόπουλου- κι έφευγαν. Οπότε και τα παίρνω τον πούλο, την πουλεύω κτλ ανάγονται στο καπελάκι και δεν έχουν σεξουαλικό υπονοούμενο κτλ.

#8
sarant

Να πούμε καλύτερα ότι «το ζήτημα δεν είναι λυμένο». Χάρη στην παραπάνω συζήτηση το ξανασκέφτομαι. Δηλαδή, καθόλου δεν αποκλείω, τώρα που το ξανασκέφτομαι, να είναι λάθος όσα έγραψα πριν.

Ίσως η αρχή να είναι το πουλί, την πούλεψε (έφυγε σαν το πουλί). Από εκεί και έγινε πούλος, και έγινε Πουλόπουλος, την εποχή που το όνομα ήταν διάσημο και καθημερινό λόγω της πιλοποιίας, όπως π.χ. το «και μπορεί» στο στρατό είχε γίνει «και Μπορέλι» ή το «την κάνω» έγινε Τιγκανά.

#9
deinosavros

Τείνω να συνταχθώ με την άποψη Σαραντ περί πούλου / πουλεύω που παραθέτει ο Χαν, για να ευλογήσω λιγάκι και τα γένια μου δες και σχόλιά μου εδώ.
Άσχετο : Πούλος Πουλόπουλος λεγόταν ο Μοραΐτης της «Βαβυλωνίας» του Δ. Βυζάντιου (1836).