Από την Ιταλική λέξη zonta που σημαίνει σφήνα.
Χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ράφτες και τις Ελληνίδες μοδίστρες στην επιδιόρθωση και ανακαίνιση των ρούχων, όταν «προσέθεταν» ένα κομμάτι ύφασμα για να μεγαλώσουν/φαρδύνουν το αρχικό ρούχο. Κατόπιν το πήραν και άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων, σιδηρουργία, βυρσοδέψες κλπ., πάντα με την έννοια του «προσθέτω» στο αρχικό υλικό.
Στην 10ετία του '60, έγινε συνώνυμο των εμβόλιμων σκηνών πορνό σε κάποιους κυρίως συνοικιακούς και απόμερους κινηματογράφους. Στην κανονική ταινία, προσέθεταν καμμιά δεκαριά μέτρα από άλλη ταινία, έβαζαν τσόντα δηλαδή, και ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει ειδικά γι' αυτές τις εμβόλιμες σκηνές, τις τσόντες.
Μάλιστα όταν ο κινηματογράφος ήταν σχετικά άδειος, το φιλοθεάμον κοινό φώναζε:
«Δείξε τσόντα, θα πεινάσεις»
- Τσόντα ρεεεεε
- Χασάπη, δείξε τσόντα
7 comments
Hank
Δηλαδή, όταν ένας μόδιστρος ή μοδίστρα συμπληρώνει τον ορισμό ενός Σλάνγκου, αυτό λέγεται «τσόντα»;
Μόδιστροι δείξτε τσόντα, θα πεινάσετε!
GATZMAN
Σπεκ!
Τσο ντασεν
Βασίλης-7
Καλημέρα.
@Hank όχι μωρέ και θα τους παρεξηγήσουν :-) :-)
αυτό εμπίπτει στον ορισμό του τσοντάρω
Vrastaman
Τσο ντασεν; Κάνεις on iraaaaaaaa
GATZMAN
πουλιά μου ταξιδιάρικα
jesus
film de cul στα γαλλικά.
iron
ακούστε και τούτο δω!