Further tags

Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.

Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Απόδοση στα ελληνικά της αγγλικής έκφρασης alpha male, προερχόμενης από την ηθολογία, και η οποία σημαίνει τον άνδρα που είναι πολύ αρρενωπός, κυριαρχικός, ηγεμονικός, ανταγωνιστικός, τεστοστερονάτος κ.ο.κ.

Καλό είναι ο πρόεδρος μιας χώρας να μην είναι και πολύ αλφάς, γιατί μπορεί να σου κάνει κανέναν πόλεμο στο ξεκούδουνο.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Γυναίκα νεαρή και "ζωηρή", με ωραίο και σφιχτό κώλο. Σύνθετος όρος από το: "τσαπερδόνα" (κυριολεκτικά: σαύρα, μεταφορικά: γυναίκα νεαρή και "ζωηρή", με αισθησιακές κινήσεις), κώλος, και σφυρίχτρα. Υπονοείται ο σφιχτός κώλος σαν στόμιο σφυρίχτρας. Η έκφραση εμφανίζεται (ίσως πρώτη φορά) ως χαρακτηρισμός για γκόμενα από τον Σπύρο, στο σήριαλ Απαράδεκτοι.

Μη κοιτάς που είναι μικρόσωμη. Άλλωστε εμένα οι νταρντάνες δε μου αρέσουν. Αυτή έχει κάτι, είναι τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα!

Σχετικό λήμμα: τσαπερδόνα

Got a better definition? Add it!

Published

Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.

Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακό: Μέρος όπου μαζεύονται πολλές γυναίκες που επιδιώκουν γνωριμία με άνδρες, με απώτερο σκοπό τον γάμο. Πλέον τα νυφοπάζαρα παίρνουν τη μορφή reality shows και διαδικτυακών εφαρμογών. Πολλές φορές εκφυλίζονται σε νυφομπάζαρα.

Η πρακτική έχει εμπνεύσει τραγούδι και ταινία.

Survivor All Star: Ο Βασάλος διαμαρτύρεται για το «νυφοπάζαρο» και «πετσοκόβει» Σάκη και Μαριαλένα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που (υποτίθεται ότι) έχει στραβό αιδοίο και μεταφορικά αυτή που έχει στραβό χαρακτήρα κυρίως ως προς τα έμφυλα χαρακτηριστικά, δεν ξέρει πώς να φερθεί, είναι ξινή στο σεξ και όχι μόνο.

  1. «-Παπαδιά μου στραβομούνα τι ’ν’ αυτό πο ’χεις αμπρός σου;/ -Είν’ το τρίχινο σακούλι που το προσκυνούνε ούλοι./ -Παπαδιά μου στραβομούνα τι μου δίνεις να στο σιάξω;/ -Μπέτσια τρία και την ευκή μου να μου σιάξεις το μουνί μου». (Εδώ).
  2. Συμπεράσματα εκ της φωτογραφίας
  3. Είναι ένα νυσταλέο μπάζο
  4. ..και άσχημη στραβοδόντα, λέμε
  5. Από τις πολλές φωτοτυπίες παραμάσκαλα της έμειναν τα μελάνια αμανάτι.
  6. Το ξυρίζει
  7. Είναι στραβομούνα, τουλάχιστον 5 πόντους όρτσα
  8. Μπήγει βαθιά τον αντίχειρα στην κοιλιά έτσι για πλάκα (Τρολ-ακτικό).
  9. Όχι, σαν την Τέτα που μου τον έγλειφε (όπως μου τον έγλειφε τέλος πάντων η στραβομούνα) και μετά από ένα λεπτό (το πολύ) κουραζόταν λέει!
  10. Η άλλη η ξινίλω του λέει, μα θα το κάνεις?? Αύριο θα πάω να το πάρω το διαβατήριο, και αφού το έχω στα χέρια μου θα μιλήσω στο μέσο να μιλήσει στο διοικητή να τη βγάλουν τη κάργια από πόστο που συναναστρέφεται με ανθρώπους γιατί προφανώς όταν γεννήθηκε την πετάξανε σε στάβλο μαζί με άλλα ζώα και δε ξέρει πως να φερθεί, η στραβομούνα. Α το άλλο ξέχασα. Βλέπει η ξανθαγάμητη την αναβολή του Στρατού και με ύφος με ρωτάει αααααα γιατίιιιιι? Γιατί έτσι της λέω! Με σκουντάει η μάνα μου, σπουδάζει καλέ το παιδί, λέει. Α μάααααλιστα, φοιτητής, λέει πάλι με ύφος αυτή. Τη γαμάς από εκεί που δεν κάνει τώρα ή όχι! Μα με συγχωρείτε πολύ, εγώ δε βρίζω (χαχαχα) αλλά δε γίνεται θέλω να τη δείρω με την κακιά έννοια. Εν τω μεταξύ αυτά που λέω θεωρούνται εξύβριση κατά της Αρχής? Χαχαχαχα (Αμερικλάνος).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

Οι κλανοκαποτες Άγγλοι γύρισαν πίσω στη δυστυχία τους ή έμειναν Βραζιλία να δουν την Ελλάδα και τις υπόλοιπες 15 καλύτερες ομάδες του κόσμου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κερατάς.

Η ετυμολογία από το έμβλημα της ομάδας του NBA Milwaukee Bucks, που απεικονίζει ένα ελάφι, βλέπε και τάρανδος. Σχηματίστηκε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οπαδό της Ρόμα και χρησιμοποιείται σε ανάλογα συμφραζόμενα.

Χρησιμοποιείται και με το πλήρες όνομα της ομάδας ως οπαδός των Μιλγουόκι Μπακς.

ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΤΑΝΑ, ΟΤΑΝ ΤΟ ΙΝΣΤΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟ ΑΠΟ ΚΩΛΟΥΣ, ΚΑΙ ΜΟΛΙΣ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΚΑΝΑ ΓΚΟΜΕΝΟ ΧΑΠΑΤΟ-ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ ΟΠΑΔΟ ΤΩΝ ΜΙΛΓΟΥΟΚΙ ΜΠΑΚΣ, ΩΣ ΔΙΑ ΜΑΓΕΙΑΣ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΩΛΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΦΑΝΑ ΣΟΥΤΙΕΝ, ΚΑΙ ΜΕΝΟΥΝ ΜΟΝΟ ΚΑΤΙ ΤΟΠΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΤΟΥΜΠΑΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΝΕΙΣ ΚΥΡΙΑ. [...] (από γκρουπ στο φεϊσμπούκ)

Το έμβλημα των Milwaukee Bucks και των απανταχού οπαδών τους.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του πουτσοχώραφο.

Μέρος γεμάτο με άντρες.

- Έχετε γυναίκες στη σχολή σου;
- Μπα φίλε, πουτσολίβαδο είμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν είναι σεξουαλικά επαρκής, δεν είναι αποδοτικός στο σεξ ώστε να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Κατ΄επέκταση ο ξενέρωτος, βαρετός, ανούσιος άντρας.

-Μαρία, πάμε για κανά ποτό μετά τη δουλειά; Θα έρθει και ο Γιάννης.
-Ο Γιάννης; Με αυτόν τον χαδομούνη εγώ δεν ξαναβγαίνω. Είναι πολύ βαρετός...

Got a better definition? Add it!

Published