Κουκουλοφλώροι: Αρνητικός / ταπεινωτικός χαρακτηρισμός για τους γνωστούς - άγνωστους, τους κουκουλοφόρους.
- Μας τα 'καναν τσουρέκια τα κανάλια μ' αυτούς τους κουκουλοφλώρους πια!
Κουκουλοφλώροι: Αρνητικός / ταπεινωτικός χαρακτηρισμός για τους γνωστούς - άγνωστους, τους κουκουλοφόρους.
- Μας τα 'καναν τσουρέκια τα κανάλια μ' αυτούς τους κουκουλοφλώρους πια!
Got a better definition? Add it!
2 comments
Dirty Talking
Υπήρχε: κουκουλοφλώρος, ο.
Azargled
ok παιδιά, sorry ξεγελάστηκα γιατί έβαλα στο search τον πληθυντικό (κουκουλοφλώροι) αντί για τον ενικό. Αν κρίνει ο moderator ότι πρέπει να σβηστεί (ο δικός μου ορισμός), τότε καλώς.