Ο ντεμί άντρας, βλ. σερνικοθήλυκος. Από γαλλική λέξη για το «μισός», αν δεν έχετε μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο.

Φτάνει πια με τους ιμιτασιόν, τους ντεμί άντρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified