Συμπληρωματικά με τις άλλες σημασίες που καταχωρήθηκαν για το λήμμα, ο ρουφιάνος σημαίνει και το ματάκι της πόρτας του κελιού, το οποίο ο σωφρονιστικός υπάλληλος (δεσμοφύλακας, υβριστ. ανθρωποφύλακας, καρακόλι) μπορεί να χρησιμοποιεί κατά βούληση για να ελέγχει τους κρατουμένους του κελιού. Το ματάκι είναι το όργανό του στην συλλογή πληροφοριών για τον ιδιωτικό (;) χώρο κάποιου ή κάποιων ανθρώπων, εξ ου και ρουφιάνος.

Πηγή: Χρόνης Μίσσιος

- Χαρά στην αισιοδοξία του τον καλλιτέχνη... Έξι μήνες στο κελί μαζί του περάσανε κάπως υποφερτά. Μετά αυτός βγήκε.
- Ζωγράφιζε μέσα;
- Ναι, ναι. Μια φορά θυμάμαι σχεδίασε μια μουνάρα στην μέσα μεριά της πόρτας να μας κλείνει το ένα μάτι και το άλλο ήταν ο ρουφιάνος. Τα καρακόλια δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σκατά αστείο είχε ξαφνικά η μούρη τους όταν μας τσεκάρανε...

Αρκάς, Κακές παρέες. (από patsis, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

#1
GATZMAN

Σωστή η προσθήκη

#2
Hank

Ωραίος ο Μίσσιος!

#3
patsis

Φοβερός σε πολλά επίπεδα Hank. Φοβερός. Και ξέρεις, από σλανγκιά εποχής είναι θησαυρός. Δεν ξέρω αν είναι σωστό και σκόπιμο να τα ξεσηκώσουμε από τα βιβλία του. Ακούω απόψεις! Πάντως εγώ θα τα βρω και θα ξαναπεράσω ένα διάβασμα με την πρώτη ευκαιρία.

#4
patsis

Λοιπόν, εδώ ίσως έχω κάνει ένα σοβαρό λάθος και το καταγράφω για να βοηθήσει όποιος μπορεί. Ξαναδιαβάζοντας τον Μίσσιο έπεσα πάνω σε ένα χωρίο που λέει> [I]Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι

στη Γκιώνα πέφτουν κεραυνοί,
σειούνται οι στεριές και τα πελάγη
Όπλων ακούγεται κλαγγή ...

Ε, τα καρακόλια το Γερμανό, τσιμουδιά. Μας κοιτάνε, φοβούνται, όλη η φυλακή σωπαίνει, ακούει το τραγούδι µας. Ξέρουν πώς µας πάνε για εκτέλεση. Τέλος, τέλειωσε το τραγούδι. Ζήτω το κόμμα µας. Ζήτω ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας. Ο αρχιφύλακας περίμενε να τελειώσουμε. Μόλις σταματήσαμε, λέει, εμπρός παιδιά, δυο δυο για τα κελιά. Δεν τέλειωσαν όλα, έχετε ακόμα μπροστά σας την αίτηση χάριτος και τα τέτοια. Μεγάλη κουφάλα. Ακολούθαγε τους μελλοθάνατους μέχρι το απόσπασμα σαν κοράκι, λέγοντάς τους πως υπάρχουν ακόμα ελπίδες άμα υπογράψεις μια δήλωση. Ε, κι όταν πηγαίνεις για τον κάτω κόσμο, δε θέλεις και πολλά για να εμπιστευτείς έναν άνθρωπο -τι άνθρωπος δηλαδή, σα βάτραχος ήτανε. Λέγανε πως κάποτε έκαψε ζωντανό έναν μελλοθάνατο μέσα στο κελί. Ήταν ένας άντρας, θεριό. Όταν πήγαν να τον πάρουν για εκτέλεση, τους είπε, δε βγαίνω, άμα γουστάρετε, ελάτε να με πάρετε. Πού να πάνε οι κλώσες! Τότε ο βάτραχος πήγε κι έφερε έναν τενεκέ βενζίνα, τον άδειασε μέσα στο κελί απ' τον χαφιέ της πόρτας, και τού 'βαλε φωτιά. Έτσι τον κάνανε αρχιφύλακα. Σ' αυτή τη χώρα, πάντα βραβεύονται οι γενναίοι. Τι να πεις.[/I] Χρόνης Μίσσιος, «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» Είτε λοιπόν θυμόμουν λάθος, είτε λέγονταν και οι δύο αυτές παραπλήσιες λέξεις με τη σημασία που γράφω στον ορισμό. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω ας το καταθέσει, εγώ θα συνεχίσω την ανάγνωση για να εντοπίσω την πηγή που επικαλούμαι, αν υπάρχει.