Μέρος όπου κάνει πολύ κρύο, με εσάνς μεξικανικού / τεξανικού τοπωνυμίου.
Πηγή: The inq.
Μην μας πας πάλι στο Λος Ψόφος για χριστουγεννιάτικες διακοπές, θα γίνουμε αρχαίοι!
Μέρος όπου κάνει πολύ κρύο, με εσάνς μεξικανικού / τεξανικού τοπωνυμίου.
Πηγή: The inq.
Μην μας πας πάλι στο Λος Ψόφος για χριστουγεννιάτικες διακοπές, θα γίνουμε αρχαίοι!
Κι άλλα για πολύ κρύο: δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
5 comments
GATZMAN
Καλά ντέρτι είναι ζήτημα αν άλλαξες μια λέξη από το κείμενο στο ΔΠ. Εντάξει το παράδειγμα είναι ολότελα δικό σου
Dirty Talking
Ήταν τόσο καλό, που δεν ήθελα να το χαλάσω...
the_inq
Με κολακεύετε κύριε πρέσβη....
GATZMAN
Τέτοιος πρέσβης;
patsis
Βλ. και los evros te, λος έβρος τε.