1. Είμαι εντελώς απένταρος, στεγνός, βέρτζινος. Δεν υπάρχει σάλιο, δεν έχω μαντίλι να κλάψω. Κατάσταση που προκαλείται κυρίως μετά από ολοκληρωτική χασούρα σε τυχερά παίγνια, από κουμαρόλεθρο.

  2. Κατάσταση στην οποία περιέρχεται δυστυχές θύμα πλήρους ψειρίσματος κυρίως σε γκαρνταρόμπες καταστημάτων ή κατά τη διάρκεια του ύπνου.

  1. - Τί έγινε χτες στου μπαρμπα-απόχα ; Τους τα πήρες; - Με δουλεύεις ρε; Εντελώς καθαρός γύρισα.

  2. - Α, την πουτάνα, καθαρό με άφησε. Τον ψιλοπήρα και βρήκε ευκαιρία να μ' αδειάσει. Ούτε για τσιγάρα δε μου άφησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Bέρτζινος; Eχει σχέση με τη λέξη παρθένος;

#2
palathuelos

βέρτζινος είναι ο εντελώς απένταρος. Παρθένα τσέπη ας πούμε.

#3
Galadriel

Δεν το ανεβάζεις το βέρτζινος λέω γω τώρα...

#4
GATZMAN

Πιάσε κόκκινο αστέρι. Αυτό σκεφτόμουν.